Ρήμα (gerund)
/ˈsɪŋɡlɪŋ/
Η λέξη "singling" προέρχεται από το ρήμα "singles" και αναφέρεται στη διαδικασία ή την πράξη της επιλογής ή απομόνωσης ενός ατόμου ή ενός αντικειμένου από μια ομάδα. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή σε καταστάσεις όπου τονίζεται η διαφοροποίηση ή η προτίμηση, και χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο.
The coach is singling out the best players for the finals.
(Ο προπονητής επιλέγει τους καλύτερους παίκτες για τους τελικούς.)
She is singling her son to receive the special award.
(Αυτή επιλέγει το γιο της για να λάβει το ειδικό βραβείο.)
In the meeting, the manager kept singling out employees who excelled in their tasks.
(Στη συνάντηση, ο διευθυντής συνέχισε να επιλέγει υπαλλήλους που διακρίθηκαν στα καθήκοντά τους.)
Η λέξη "singling" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
The teacher was singling out students for not completing their homework.
(Ο δάσκαλος επέλεγε μαθητές για να τους κάνει κριτική που δεν ολοκλήρωσαν τη δουλειά τους.)
Singling out a competitor.
(Επιλογή ενός ανταγωνιστή.)
In his speech, he was singling out one competitor as the main threat.
(Στην ομιλία του, επέλεξε έναν ανταγωνιστή ως κύρια απειλή.)
Singling out the important facts.
(Επιλογή των σημαντικών γεγονότων.)
Η λέξη "singling" προέρχεται από το μέσο ρήμα "to single", το οποίο έχει τις ρίζες του στην παλαιά αγγλική λέξη "singel," που σημαίνει "ένας" ή "μοναδικός." Με άλλα λόγια, οι ρίζες της λέξης δηλώνουν την έννοια της μοναδικότητας ή της επιλογής.
Συνώνυμα: - επιλογή - απομόνωση - διακρίσεις
Αντώνυμα: - συνοδευτική επιλογή - ομαδοποίηση - συμπερίληψη