Ουσιαστικό
/sɪŋk/ Μεταγραφή φωνητικής απεικόνισης στα ελληνικά: σινκ
Ο όρος "sink" μπορεί να έχει τις παρακάτω σημασίες: 1. Νεροχύτης 2. Καταβύθιση 3. Ερείπιο 4. Απώλεια ή πτώση σε μηχανοκίνητα Χρησιμοποιείται τόσο στη γραπτή όσο και στην προφορική γλώσσα. Είναι ένας σχετικά συχνός όρος στην αγγλική γλώσσα.
Χρόνοι Ρημάτος: - Simple Present: sink/sinks - Simple Past: sank - Simple Future: will sink - Present Continuous: am/is/are sinking - Past Continuous: was/were sinking - Future Continuous: will be sinking - Present Perfect: have/has sunk - Past Perfect: had sunk - Future Perfect: will have sunk - Present Perfect Continuous: have/has been sinking - Past Perfect Continuous: had been sinking - Future Perfect Continuous: will have been sinking
Μεταβατική μορφή: sinking
Ο όρος "sink" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις της αγγλικής γλώσσας. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν: 1. sink or swim (επιβίωση ή καταστροφή): Είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις. Είναι ώρα για sink or swim. 2. sink your teeth into something (αφιερώνω πολύ χρόνο και ενέργεια σε κάτι): Αυτή η νέα εργασία είναι τέλεια για να χάσω. Μπορώ να βυθίσω τα δόντια μου σε αυτήν.
Ο όρος "sink" προέρχεται από την άρχαια αγγλική λέξη "sincan", που σημαίνει "να πέφτει, να βυθίζεται".
Συνώνυμα: - submerge - descend - plummet
Αντώνυμα: - float - rise