Το "stem cell" είναι ουσιαστικό, που αναφέρεται σε έναν ειδικό τύπο κυττάρου.
/ˈstɛm kɛl/
Τα βλαστοκύτταρα είναι κυρίως μη διαφοροποιημένα κύτταρα που έχουν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν σε διάφορους τύπους κυττάρων στο σώμα. Είναι κρίσιμα για την ανάπτυξη, την αναγέννηση και την επισκευή ιστών. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες, η έρευνα και η εφαρμογή των βλαστοκυττάρων είναι ένα ενεργό πεδίο μελέτης, που περιλαμβάνει θεραπείες για ασθένειες όπως ο καρκίνος, η διαβητική νευροπάθεια και άλλες εκφυλιστικές καταστάσεις.
Η χρήση του όρου "stem cell" είναι συχνή στο γραπτό κείμενο, κυρίως σε ιατρικά και βιολογικά κείμενα. Ωστόσο, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στην καθημερινή ομιλία, ειδικά σε συζητήσεις σχετικά με την υγειονομική περίθαλψη και την έρευνα.
Οι επιστήμονες ερευνούν πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα βλαστοκύτταρα για την αντιμετώπιση ασθενειών.
Stem cell therapy has shown promise in restoring damaged tissues.
Ο όρος "stem cell" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά παρακάτω παρατίθενται κάποιες χρήσεις του σε περιβάλλοντα δημόσιας συζήτησης:
Η συζήτηση για την έρευνα των βλαστοκυττάρων έχει προκαλέσει σημαντική αντιπαράθεση.
Many people are hopeful that advancements in stem cell technology will lead to new treatments.
Πολλοί άνθρωποι είναι αισιόδοξοι ότι οι προόδους στην τεχνολογία των βλαστοκυττάρων θα οδηγήσουν σε νέες θεραπείες.
Legislators are considering regulations surrounding stem cell donations.
Ο όρος "stem cell" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, με το "stem" (κορμός, στέλεχος) να υποδηλώνει την ικανότητα των κυττάρων να είναι η "ρίζα" ή η πηγή για άλλους τύπους κυττάρων και το "cell" (κύτταρο) να αναφέρεται στη βασική μονάδα ζωής.
Συνώνυμα: - Progenitor cell (γονιός κύτταρο)
Αντώνυμα: - Differentiated cell (διαφοροποιημένο κύτταρο)