Ρήμα
/ˈstɪplər/
Η λέξη "stippler" χρησιμοποιείται στον τομέα της εκτύπωσης και αναφέρεται σε μια διαδικασία ή ένα εργαλείο που επισημαίνει ή καθορίζει τίτλους ή προσαρμόζει τη μορφοποίηση ενός κειμένου. Η λέξη δεν είναι συνηθισμένη στην καθημερινή γλώσσα και η χρήση της είναι περιορισμένη, κυρίως σε επαγγελματικά ή τεχνικά κείμενα.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι χαμηλή και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε αναφορές, άρθρα για τη γραφή ή τη δημοσιογραφία, παρά στον προφορικό λόγο.
The editor decided to stippler the article to improve its readability.
Ο εκδότης αποφάσισε να τίτλοφορήσει το άρθρο για να βελτιώσει την αναγνωσιμότητά του.
When writing academic papers, it's essential to stippler your references correctly.
Όταν γράφεις ακαδημαϊκά κείμενα, είναι απαραίτητο να καθιστάς τους τίτλους των αναφορών σωστά.
Η λέξη "stippler" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα που σχετίζονται με τη σκέψη ή την αρθρογραφία. Εδώ είναι μερικές προτάσεις:
If you want to shine in your writing, you must learn to stippler your ideas effectively.
Αν θέλεις να διαπρέψεις στη γραφή σου, πρέπει να μάθεις να τίτλοφορείς τις ιδέες σου αποτελεσματικά.
Poor stippling can lead to misunderstandings in communication.
Η κακή τιτλοφορία μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις στην επικοινωνία.
To make a lasting impression, don’t forget to stippler your arguments with solid evidence.
Για να κάνεις μια διαρκή εντύπωση, μην ξεχάσεις να καθορίσεις τα επιχειρήματά σου με στέρεα αποδείξεις.
Η λέξη "stippler" προέρχεται από τη ρίζα "stip-" που σχετίζεται με τη σημασία να τονίζεις ή να επισημαίνεις, και το επίθημα "-er", το οποίο υποδηλώνει κάποιον που εκτελεί τη δράση.
Συνώνυμα: - τίτλος (title) - επισημάνση (highlighting) - χαρακτηρισμός (designation)
Αντώνυμα: - αγνόηση (neglect) - παρέλειψη (omission) - ανυπαρξία τίτλου (lack of title)