Φράση (combination of words)
/stɒk ɒn hænd/
Η φράση "stock on hand" αναφέρεται στην ποσότητα προϊόντων ή αποθεμάτων που διατηρούνται σε έναν αποθηκευτικό χώρο ή στο κατάστημα και είναι άμεσα διαθέσιμα για πώληση ή χρήση. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιχειρηματικά και λογιστικά συμφραζόμενα για την παρακολούθηση των αποθεμάτων.
Συχνότητα χρήσης: Η φράση χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο, ειδικά σε λογιστικά και εμπορικά κείμενα. Η χρήση της είναι λιγότερο διαδεδομένη στην προφορική επικοινωνία.
Το κατάστημα ανέφερε ότι έχουν αυτή τη στιγμή απόθεμα σε χέρι πάνω από 200 είδη.
We need to check the stock on hand before placing any new orders.
Πρέπει να ελέγξουμε το απόθεμα σε χέρι πριν κάνουμε οποιαδήποτε νέα παραγγελία.
It's crucial to ensure that the stock on hand matches the inventory records.
Η φράση "stock on hand" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά αναγνωρίζεται ως σημαντικός όρος σε επαγγελματικά περιβάλλοντα. Ωστόσο, μπορεί να εμπλέκεται σε εκφράσεις που αφορούν την κατάλληλη διαχείριση του αποθέματος, όπως:
"Διατηρήστε απόθεμα σε χέρι για να καλύψετε απροσδόκητη ζήτηση."
"A healthy stock on hand can help avoid stockouts."
"Ένα υγιές απόθεμα σε χέρι μπορεί να βοηθήσει στο να αποφευχθούν οι ελλείψεις αποθέματος."
"Regularly review your stock on hand to ensure efficiency."
"Επανεξετάζετε τακτικά το απόθεμά σας σε χέρι για να διασφαλίσετε την αποδοτικότητα."
"If the stock on hand is low, we may need to adjust our supply chain."
Η λέξη "stock" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "stocc", που σημαίνει "κλάδος ή θραύσμα", και έχει εξελιχθεί για να προσδιορίσει ένα απόθεμα αγαθών. Ο όρος "hand" έχει τις ρίζες του στη παλαιά αγγλική λέξη "hand", που σημαίνει "χέρι". Μαζί, υποδεικνύουν το άμεσα διαθέσιμο απόθεμα.
Συνώνυμα: - Inventory - Supply - Available stock
Αντώνυμα: - Stockout - Shortage - Deficiency