stoppage fault: ουσιαστικό (noun)
/stɑːpɪdʒ fɔːlt/
Η φράση "stoppage fault" αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου υπάρχει μια βλάβη ή πρόβλημα που οδηγεί σε σταμάτημα της λειτουργίας μιας μηχανής ή διαδικασίας. Χρησιμοποιείται κυρίως σε βιομηχανικά και μηχανολογικά συμφραζόμενα, όπως στη λειτουργία εργοστασίων και μηχανημάτων. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, στα πλαίσια εκθέσεων, τεχνικών αναφορών και αναλύσεων.
Η φράση δεν είναι εξαιρετικά συχνή στην καθημερινή ομιλία, αλλά μπορεί να συναντηθεί σε επαγγελματικούς και τεχνικούς τομείς.
"Η γραμμή παραγωγής σταμάτησε λόγω μιας σταματημένης βλάβης."
"We need to identify the stoppage fault before we can resume operations."
"Πρέπει να εντοπίσουμε τη βλάβη που προκαλεί σταμάτημα πριν μπορέσουμε να συνεχίσουμε τις δραστηριότητες."
"Engineers are investigating the stoppage fault affecting the machinery."
Η φράση "stoppage fault" δεν γίνεται συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων όπως είναι άλλες λέξεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα βιομηχανικά συμφραζόμενα. Ωστόσο, μπορεί να ενσωματωθεί σε προτάσεις που υπογραμμίζουν τη σημασία του σωστού ελέγχου μηχανημάτων.
"Μια σταματημένη βλάβη μπορεί να προκαλέσει σημαντικές καθυστερήσεις αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα."
"Preventive maintenance is crucial to avoid stoppage faults in production."
"Η προληπτική συντήρηση είναι κρίσιμη για την αποφυγή σταματημένων βλαβών στην παραγωγή."
"Understanding the causes of a stoppage fault can lead to better machine performance."
Η λέξη "stoppage" προέρχεται από το ρήμα "stop" που σημαίνει "σταματώ" και η κατάληξη "-age" υποδηλώνει την κατάσταση ή τη δράση. Η λέξη "fault" προέρχεται από το λατινικό "fallere", που σημαίνει "να αποτύχει ή να λείπει."
Συνώνυμα: - malfunction - failure - breakdown
Αντώνυμα: - operation - functionality - performance