Το "stopped mortise" είναι φράση που περιλαμβάνει έναν όρο. Το "stopped" είναι ρήμα, και το "mortise" είναι ουσιαστικό.
/stɑpt ˈmɔːr.tɪs/
Η φράση "stopped mortise" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή, αλλά μπορεί να αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου η εγκοπή δεν έχει ολοκληρωθεί ή έχει σταματήσει σε μια ορισμένη φάση κατασκευής.
Ο ξυλουργός σταμάτησε την εγκοπή την τελευταία στιγμή για να προσαρμόσει την εφαρμογή.
After the stopped mortise was created, the joint was easier to assemble.
Η φράση "stopped mortise" δεν είναι κοινά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά. Ωστόσο, μολονότι δεν υπάρχουν πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν άμεσα τη συγκεκριμένη λέξη, υπάρχουν φράσεις που σχετίζονται με "mortise" και την ποσότητα των μαθημάτων της ξυλουργικής. Παρακάτω είναι κάποιες σχετικές προτάσεις:
Το έργο έμεινε κολλημένο όταν οι εγκοπές δεν κόπηκαν σωστά.
You can't rush a good mortise; it takes time to get it right.
Δεν μπορείς να βιάσεις μια καλή εγκοπή, χρειάζεται χρόνος να την κάνεις σωστά.
Ensure your mortise is deep enough before assembling the furniture.
Αντώνυμα: started, continued, resumed
Mortise
Αυτή η φράση συνδυάζει έναν τεχνικό και έναν ενεργητικό όρο, με σημασία κυρίως σε εξατομικευμένα περιβάλλοντα εργασίας ή βιοτεχνίας.