Η φράση "storage compound" αναφέρεται σε μια χημική ένωση ή συστατικό που έχει σχεδιαστεί για να αποθηκεύει ενέργεια ή θρεπτικά συστατικά. Χρησιμοποιείται συχνά στην επιστήμη των τροφίμων, τη βιολογία και τη χημεία για να περιγράψει ουσίες που συσσωρεύουν ενέργεια για μελλοντική χρήση ή ως αποθέματα.
Η χρήση της φράσης είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε επιστημονικές μελέτες και κείμενα που αφορούν τη βιολογία και τη χημεία.
Η πατάτα αποθηκεύει άμυλο ως αποθηκευτική ένωση για ενέργεια.
Plants often produce storage compounds to survive harsh conditions.
Οι φυτά συχνά παράγουν αποθηκευτικές ενώσεις για να επιβιώσουν σε δύσκολες συνθήκες.
In animals, glycogen serves as a primary storage compound for glucose.
Η φράση "storage compound" δεν είναι συνήθως μέρος κοινών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επιστημονικό ή τεχνικό πλαίσιο. Ορισμένες σχετικές εκφράσεις περιλαμβάνουν:
Ένωση αποθήκευσης για μελλοντική χρήση.
"Essential storage compounds in living organisms"
Βασικές αποθηκευτικές ενώσεις στους ζωντανούς οργανισμούς.
"Storage compounds are crucial for energy metabolism"
Οι αποθηκευτικές ενώσεις είναι κρίσιμες για τον ενεργειακό μεταβολισμό.
"Understanding storage compounds helps in nutritional science"
Η λέξη "storage" προέρχεται από την αγγλική λέξη "store," που σημαίνει "αποθήκη" ή "αποθηκεύω," και η λέξη "compound" προέρχεται από το λατινικό "componere," που σημαίνει "να συνθέσω."