Το "store building" λειτουργεί κυρίως ως ουσιαστικό.
/ˈstɔr ˈbɪldɪŋ/
Η φράση "store building" αναφέρεται σε οποιοδήποτε κτίριο χρησιμοποιείται για την αποθήκευση και την πώληση αγαθών, όπως καταστήματα, αποθήκες ή εμπορικά κέντρα. Στη χρήση της γλώσσας, αυτή η φράση μπορεί να παρατηρηθεί σε επαγγελματικούς ή εμπορικούς τομείς. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Το νέο κτίριο καταστήματος ολοκληρώθηκε χθες.
We need to find a larger store building for our expanding business.
Χρειαζόμαστε να βρούμε ένα μεγαλύτερο κτίριο καταστήματος για την αναπτυσσόμενη επιχείρησή μας.
The store building has a modern design that attracts many customers.
Η φράση "store building" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να συνοδευτεί από άλλες εκφράσεις που σχετίζονται με το εμπόριο και την αρχιτεκτονική. Ορισμένες ενδεικτικές προτάσεις περιλαμβάνουν:
Η επένδυση σε ένα κτίριο καταστήματος μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τις προοπτικές της επιχείρησής σας.
Renovating an old store building can increase its market value.
Η ανακαίνιση ενός παλιού κτιρίου καταστήματος μπορεί να αυξήσει την αξία της αγοράς του.
They are looking for a store building location that has high foot traffic.
Η λέξη "store" προέρχεται από τη μέση Αγγλική "store", που σημαίνει "αποθήκη" ή "κατάστημα". Η λέξη "building" προέρχεται από τη μέση Αγγλική "bylding", που προέρχεται από το ρήμα "to build".
Συνώνυμα: - Retail space (Λιανική επιφάνεια) - Warehouse (Αποθήκη)
Αντώνυμα: - Store closure (Κλείσιμο καταστήματος) - Abandonment (Εγκατάλειψη)