Η λέξη "stoutish" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που είναι ελαφρώς παχύς ή στιβαρός. Είναι συχνά μια ήπια και λιγότερο προσβλητική αναφορά σε κάποιον που έχει επιπλέον κιλά. Η χρήση της λέξης κυμαίνεται από προφορικές συνομιλίες έως γραπτό λόγο, αν και οι πιο περιγραφικές ή ευγενικές εκφράσεις μπορεί να είναι πιο χρήσιμες σε οργανωμένα κείμενα ή επισήμονες καταστάσεις.
Η λέξη "stoutish" δεν είναι πολύ συχνά χρησιμοποιούμενη, αλλά μπορεί να συναντήσετε σε περιγραφές χαρακτήρων σε λογοτεχνία ή καθημερινές συνομιλίες, κυρίως σε ανεπίσημο πλαίσιο.
"Ήταν ένας χοντρούλης άντρας, αλλά κινούταν με εκπληκτική ευλυγισία."
"The stoutish dog waddled across the yard, looking for food."
Η λέξη "stoutish" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρείτε κάποιες πιο γενικές αναφορές.
"Μην κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του, ακόμα κι αν φαίνεται χοντρό."
"The stoutish fellow at the bar was telling a loud story."
Η λέξη "stoutish" προέρχεται από το μεσαίο αγγλικό "stout", το οποίο συνδέεται με την παλιά γαλλική λέξη "estout", που σημαίνει "ισχυρός" ή "στρατός". Η κατάληξη "-ish" προστίθεται για να υποδηλώνει ότι κάτι έχει χαρακτηριστικά που συνδέονται με τον χαρακτηρισμό.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια σαφή εικόνα της λέξης "stoutish" και της χρήσης της στη γλώσσα Αγγλικά.