Νoun (ουσιαστικό)
/ˈstreɪtnər/
Η λέξη "straightener" αναφέρεται συνήθως σε μια συσκευή που χρησιμοποιείται για να ισιώνει τα μαλλιά. Η χρήση της είναι κοινή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε περιβάλλοντα μόδας, ομορφιάς και καθημερινής ζωής. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε συζητήσεις σχετικά με την περιποίηση μαλλιών και την προσωπική εμφάνιση.
She bought a new hair straightener.
Αγόρασε μια νέα ισιωτική για τα μαλλιά.
I need to charge my straightener before using it.
Πρέπει να φορτίσω την ισιωτική μου πριν τη χρησιμοποιήσω.
A good straightener can make a big difference in your hairstyle.
Μια καλή ισιωτική μπορεί να κάνει μεγάλη διαφορά στο χτένισμά σου.
Η λέξη "straightener" χρησιμοποιείται συνήθως σε συνδυασμούς που σχετίζονται με την περιποίηση των μαλλιών. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
"I can't go out without using my straightener."
Δεν μπορώ να βγω έξω χωρίς να χρησιμοποιήσω την ισιωτική μου.
"Her hair looks perfect after using a straightener."
Τα μαλλιά της φαίνονται τέλεια μετά τη χρήση μιας ισιωτικής.
"A travel straightener is a must-have for vacations."
Μια ισιωτική που είναι κατάλληλη για ταξίδια είναι απαραίτητη για τις διακοπές.
"She gifted her friend a straightener for her birthday."
Της χάρισε μια ισιωτική για τα γενέθλιά της.
"After straightening her hair, she felt more confident."
Μετά την ίσιωση των μαλλιών της, αισθάνθηκε πιο σίγουρη.
"It’s important to use a heat protectant with your straightener."
Είναι σημαντικό να χρησιμοποιείς έναν παράγοντα προστασίας θερμότητας με την ισιωτική σου.
"I always carry a mini straightener in my bag."
Πάντα κουβαλάω μια μίνι ισιωτική στην τσάντα μου.
Η λέξη "straightener" προέρχεται από το ρήμα "straighten" (ίσιωμα) + το επίθημα "-er", το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα εργαλείο ή μια συσκευή που εκτελεί την ενέργεια του ρήματος.
Συνώνυμα: - Hair iron (σιδεράκι για τα μαλλιά) - Hair straightening tool (εργαλείο ίσιωσης μαλλιών)
Αντώνυμα: - Curler (γιεσάκι, συσκευή για μπούκλες) - Wave maker (εργαλείο για κύματα)