Επίθετο
/ˈstrændɪd/
Η λέξη "stranded" περιγράφει την κατάσταση κάποιου ή κάτι που έχει "παγιδευθεί" ή "εγκλωβιστεί" σε μια κατάσταση ή τόπο, συνήθως χωρίς δυνατότητα διαφυγής ή βοήθειας. Χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώσει ότι κάποιος βρίσκεται σε δύσκολη ή επικίνδυνη θέση, κυρίως λόγω έλλειψης πόρων ή υποδομών (όπως ένα μη λειτουργικό όχημα). Η λέξη είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στο γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να βρεθεί σε προφορικό περιβάλλον.
Η βάρκα ήταν εγκλωβισμένη στην ερημική νησίδα.
After the storm, many travelers were stranded at the airport.
Μετά από τη καταιγίδα, πολλοί ταξιδιώτες ήταν εγκλωβισμένοι στο αεροδρόμιο.
He felt stranded when his friends left him behind.
Η λέξη "stranded" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που περιγράφουν την αδυναμία να προχωρήσει κάποιος λόγω εξωτερικών παραγόντων.
Αυτή η φράση περιγράφει μια κατάσταση όπου κάποιος βρίσκεται απομονωμένος και χωρίς βοήθεια.
"To feel stranded without guidance."
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αίσθηση αβοηθησίας σε μια δύσκολη κατάσταση.
"Stranded by unexpected circumstances."
Αναφέρεται σε καταστάσεις όπου απρόοπτα γεγονότα οδηγούν σε αβοήθητες καταστάσεις.
"Stranded between two difficult choices."
Η λέξη "stranded" προέρχεται από το όνομα "strand," που σημαίνει "ακτή" ή "παραλία." Η ρίζα της λέξης δείχνει την έννοια της κάτι που είναι "αφήνει" ή "παραιτείται" σε ένα συγκεκριμένο σημείο, συνήθως σε ένα απροσδόκητο ή δύσκολο περιβάλλον.
Συνώνυμα: - stuck (κολλημένος) - marooned (εγκαταλειμμένος)
Αντώνυμα: - rescued (διασώθηκε) - freed (ελεύθερος)