stranded - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

stranded (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

/ˈstrændɪd/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "stranded" περιγράφει την κατάσταση κάποιου ή κάτι που έχει "παγιδευθεί" ή "εγκλωβιστεί" σε μια κατάσταση ή τόπο, συνήθως χωρίς δυνατότητα διαφυγής ή βοήθειας. Χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώσει ότι κάποιος βρίσκεται σε δύσκολη ή επικίνδυνη θέση, κυρίως λόγω έλλειψης πόρων ή υποδομών (όπως ένα μη λειτουργικό όχημα). Η λέξη είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στο γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να βρεθεί σε προφορικό περιβάλλον.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The boat was stranded on the deserted island.
  2. Η βάρκα ήταν εγκλωβισμένη στην ερημική νησίδα.

  3. After the storm, many travelers were stranded at the airport.

  4. Μετά από τη καταιγίδα, πολλοί ταξιδιώτες ήταν εγκλωβισμένοι στο αεροδρόμιο.

  5. He felt stranded when his friends left him behind.

  6. Νιώθοντας αβοήθητος, όταν οι φίλοι του τον άφησαν πίσω.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "stranded" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που περιγράφουν την αδυναμία να προχωρήσει κάποιος λόγω εξωτερικών παραγόντων.

  1. "Stranded in the middle of nowhere."
  2. "Εγκλωβισμένος στη μέση του πουθενά."
  3. Αυτή η φράση περιγράφει μια κατάσταση όπου κάποιος βρίσκεται απομονωμένος και χωρίς βοήθεια.

  4. "To feel stranded without guidance."

  5. "Νιώθω εγκλωβισμένος χωρίς καθοδήγηση."
  6. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αίσθηση αβοηθησίας σε μια δύσκολη κατάσταση.

  7. "Stranded by unexpected circumstances."

  8. "Εγκλωβισμένος από απρόβλεπτες συνθήκες."
  9. Αναφέρεται σε καταστάσεις όπου απρόοπτα γεγονότα οδηγούν σε αβοήθητες καταστάσεις.

  10. "Stranded between two difficult choices."

  11. "Εγκλωβισμένος ανάμεσα σε δύο δύσκολες επιλογές."
  12. Σημαίνει ότι κάποιος βρίσκεται σε αδιέξοδο λόγω των επιλογών που έχει να κάνει.

Ετυμολογία

Η λέξη "stranded" προέρχεται από το όνομα "strand," που σημαίνει "ακτή" ή "παραλία." Η ρίζα της λέξης δείχνει την έννοια της κάτι που είναι "αφήνει" ή "παραιτείται" σε ένα συγκεκριμένο σημείο, συνήθως σε ένα απροσδόκητο ή δύσκολο περιβάλλον.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - stuck (κολλημένος) - marooned (εγκαταλειμμένος)

Αντώνυμα: - rescued (διασώθηκε) - freed (ελεύθερος)



25-07-2024