Το "strange weaver" είναι φράση που περιλαμβάνει δύο ουσιαστικά, όπου το "strange" λειτουργεί ως επίθετο.
/streɪndʒ ˈwiːvər/
Η φράση "strange weaver" μπορεί να ερμηνευθεί κυριολεκτικά ως "παράξενος υφαντής", αναφερόμενος σε κάποιον που υφαίνει (δηλαδή δημιουργεί) με έναν τρόπο που είναι διαφορετικός ή αλλόκοτος. Μπορεί επίσης να έχει μεταφορικές σημασίες σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως στο έργο, τη λογοτεχνία ή την τέχνη, υποδηλώνοντας δημιουργικότητα ή μοναδικότητα. Η χρήση της φράσης είναι σπάνια, και μπορεί να εμφανιστεί περισσότερο σε γραπτό λόγο ή σε καλλιτεχνικά συμφραζόμενα παρά στον προφορικό λόγο.
The strange weaver created tapestries that told stories of forgotten worlds.
Ο παράξενος υφαντής δημιούργησε ταπισερί που διηγήθηκαν ιστορίες ξεχασμένων κόσμων.
In the village, the strange weaver was known for his unique designs.
Στο χωριό, ο παράξενος υφαντής ήταν γνωστός για τα μοναδικά του σχέδια.
The strange weaver's work captured the imagination of all who saw it.
Το έργο του παράξενου υφαντή κατέκτησε τη φαντασία όλων που το είδαν.
Η φράση "strange weaver" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να προσαρμοστεί σε κάποιες δημιουργικές περιγραφές. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Like a strange weaver, she interwove different styles into her art.
Σαν παράξενος υφαντής, εκείνη ενέπλεξε διάφορα στυλ στην τέχνη της.
He spoke like a strange weaver, crafting words into beautiful sentences.
Μίλησε σαν παράξενος υφαντής, πλέκοντας λέξεις σε όμορφες προτάσεις.
In her dreams, she was a strange weaver, creating worlds with every thread.
Στα όνειρά της, ήταν μια παράξενη υφαντής, δημιουργώντας κόσμους με κάθε κλωστή.