Ουσιαστικό
/strætɪˈɡræfɪk hoʊl/
Ο όρος "stratigraphic hole" αναφέρεται σε μια τρύπα ή οπή που δημιουργείται για σκοπούς γεωλογικής έρευνας, κυρίως για να μελετηθούν διαφορετικές στρώσεις (στρώματα) του εδάφους ή του πετρώματος. Αυτές οι τρύπες είναι σημαντικές για την καταγραφή της γεωλογικής ιστορίας και των χαρακτηριστικών ενός περιοχής, συχνά κατά τη λήψη δειγμάτων για ανάλυση.
Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά, γεωλογικά και περιβαλλοντικά συμφραζόμενα και έχει μακροχρόνια χρήση στη γεωλογία και την έκθεση των εδαφών.
Η χρήση του είναι περισσότερο κοινή στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε επιστημονικές δημοσιεύσεις, γεωλογικές μελέτες και τεχνικές αναφορές.
Οι ερευνητές έκαναν γεώτρηση μιας στρωματογραφικής τρύπας για να συλλέξουν δείγματα ιζημάτων από διάφορα στρώματα.
Analysis of the stratigraphic hole revealed the presence of ancient fossils.
Η ανάλυση της στρωματογραφικής τρύπας αποκάλυψε την παρουσία αρχαίων απολιθωμάτων.
Stratigraphic holes are crucial for understanding the geological history of a region.
Ο όρος "stratigraphic hole" δεν ανήκει άμεσα σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με κάποιες άλλες σχετικές επιστημονικές έννοιες. Εδώ είναι μερικές σχετικές προτάσεις:
"Η στρωματογραφική τρύπα λειτουργεί ως παράθυρο στο παρελθόν."
"By exploring the stratigraphic hole, geologists can piece together Earth's history."
"Αναζητώντας τη στρωματογραφική τρύπα, οι γεωλόγοι μπορούν να συνθέσουν την ιστορία της Γης."
"Constructing a profile from the stratigraphic hole helps in understanding sediment deposition."
"Η κατασκευή ενός προφίλ από τη στρωματογραφική τρύπα βοηθά στην κατανόηση της εναπόθεσης ιζήματος."
"The data gathered from the stratigraphic hole enhances our environmental studies."
"Τα δεδομένα που συλλέχθηκαν από τη στρωματογραφική τρύπα ενισχύουν τις περιβαλλοντικές μας μελέτες."
"In geosciences, a stratigraphic hole can uncover hidden geological features."
Ο όρος "stratigraphic" προέρχεται από τη λέξη "stratum" (στρώμα) που προέρχεται από τα Λατινικά "stratum". Ο όρος "hole" προέρχεται από την Αγγλική λέξη "hole", η οποία ανάγεται σε παλαιότερες Γερμανικές ρίζες. Έτσι, η σύνθεση αυτών των λέξεων υποδηλώνει τη γεωλογική πραγματικότητα της αξιολόγησης στρωμάτων γης μέσω μιας τρύπας.
Συνώνυμα: - Core sample (δείγμα από πυρήνα) - Borehole (γεωτρητική τρύπα)
Αντώνυμα: - Surface (επιφάνεια) - Overburden (υπερκείμενο στρώμα)