Ρήμα / Ουσιαστικό
/stˈriːkər/
Η λέξη "streaker" αναφέρεται κυρίως σε ένα άτομο που τρέχει γυμνός, συνήθως σε δημόσιους χώρους ή σε γεγονότα όπως αγώνες. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τον αθλητισμό ή διασκεδαστικά γεγονότα, και συχνά έχει μια διάσταση αστείου ή σκάνδαλου.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη παρατηρείται κυρίως στον προφορικό λόγο κατά τη διάρκεια συζητήσεων για δημόσιες εκδηλώσεις ή ως μέρος της ποπ κουλτούρας.
"Ο γυμνιστής έτρεξε στο γήπεδο ποδοσφαίρου κατά τη διάρκεια του ημιχρόνου."
"Despite the embarrassment, the streaker became an internet sensation."
"Παρά την ντροπή, ο γυμνιστής έγινε μια διαδικτυακή αίσθηση."
"It was a surprise when the streaker jumped into the concert."
Η λέξη "streaker" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις ή εκφράσεις που ενδέχεται να ενσωματώνουν την έννοια της γυμνότητας ή της απροσεξίας:
"Σε προκαλώ να πας γυμνός στο πάρκο."
"Act like a streaker"
"Όταν έχασε το στοίχημα, έπρεπε να συμπεριφερθεί σαν γυμνιστής και να τρέξει στο δρόμο."
"Caught in a streaker moment"
Η λέξη "streaker" προέρχεται από τη λέξη "streak", που σημαίνει "λωρίδα" ή "εκβολή", σε συνδυασμό με την κατάληξη "-er", που υποδηλώνει κάποιον που εκτελεί μια συγκεκριμένη ενέργεια.
Συνώνυμα: - Nudist (γυμνιστής) - Flasher (αυτός που αποκαλύπτει)
Αντώνυμα: - Clothed person (ενδεδυμένο άτομο) - Dressed individual (φορεμένο άτομο)