Σημασία: Ουσιαστικό
Φωνητική Μετάφραση: /strɛp.təˈmaɪ.sɪn/
Η στρεπτομυκίνη είναι ένα αντιβιοτικό που χρησιμοποιείται κυρίως για την θεραπεία διαφόρων βακτηριακών λοιμώξεων, όπως είναι η φυματίωση. Ανακαλύφθηκε το 1943 και ήταν το πρώτο φάρμακο που χρησιμοποιήθηκε για την φυματίωση. Χρησιμοποιείται επίσης για την θεραπεία λοιμώξεων που προκαλούνται από συγκεκριμένα βακτήρια, ιδίως ευαίσθητα σε αυτό.
Η χρήση της λέξης “streptomycin” είναι κυρίως ιατρική και επιστημονική, συναντάται συχνά σε ιατρικά κείμενα, ερευνητικές εργασίες και συζητήσεις σχετικά με βακτηριακές λοιμώξεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη στο γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
"Ο γιατρός συνταγογράφησε σταρεομυκίνη για να θεραπεύσει την φυματίωση του ασθενούς."
"Streptomycin is one of the first antibiotics used to combat bacterial infections."
"Η σταρεομυκίνη είναι ένα από τα πρώτα αντιβιοτικά που χρησιμοποιήθηκαν για την καταπολέμηση των βακτηριακών λοιμώξεων."
"Patients should be monitored closely while undergoing treatment with streptomycin."
Η λέξη “streptomycin” δεν χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς η φύση της είναι πιο τεχνική και σπάνια θα βρείτε ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν αυτή τη λέξη. Ωστόσο, η χρήση της στρεπτομυκίνης αναφέρεται σε θεραπευτικά πλαίσια.
Η λέξη “streptomycin” προέρχεται από το ελληνικό "streptos," που σημαίνει "στραμμένος" ή "διπλωμένος," και το "mycin," που προέρχεται από το “myco,” που σημαίνει "μύκητας." Έτσι, η στρεπτομυκίνη ονομάστηκε έτσι λόγω της αρχικής της προέλευσης από το Streptomyces griseus, έναν τύπο βακτηρίου.
Συνώνυμα: - Αντιβιοτικό
Αντώνυμα: - Αναγνωρίσεις αντιβιοτικών (Δεδομένου ότι η λέξη είναι συγκεκριμένη, δεν υπάρχουν πραγματικά αντώνυμα)
Αυτή η πληροφορία περιγράφει τη στρεπτομυκίνη με τον τρόπο που ζητήθηκε.