Το "stress derating" είναι μια φράση που περιλαμβάνει δύο λέξεις: "stress" (ουσιαστικό) και "derating" (ουσιαστικό).
/stres ˈdɪəreɪtɪŋ/
Ο όρος "stress derating" αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία μειώνεται η ικανότητα ή η απόδοση ενός προϊόντος ή συστήματος λόγω επιπτώσεων που σχετίζονται με το στρες (π.χ. θερμικό, μηχανικό). Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της μηχανικής, ηλεκτρονικής, καθώς και σε άλλες βιομηχανίες, όπου οι συνθήκες περιβάλλοντος μπορούν να επηρεάσουν την αποτελεσματικότητα.
Η συχνότητα χρήσης της φράσης είναι σχετικά συγκεκριμένη και επιστημονική, γι' αυτό χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε τεχνικές αναφοράς και ερευνητικά κείμενα.
Ο μηχανικός αποφάσισε να εφαρμόσει τη μείωση του στρες για να βελτιώσει την αξιοπιστία του συστήματος.
In high-temperature environments, stress derating is essential to prevent failures.
Ο όρος "stress derating" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, υπάρχουν σχετικές φράσεις που συνδέονται με τη διαδικασία ανάλυσης ή εξέτασης των περιορισμών μιας συσκευής ή μηχανής:
"Η λειτουργία κάτω από το όριο μείωσης του στρες εξασφαλίζει διάρκεια ζωής."
"Manufacturers often recommend stress derating in critical applications."
"Οι κατασκευαστές συχνά προτείνουν τη μείωση του στρες σε κρίσιμες εφαρμογές."
"Implementing stress derating can mitigate risks associated with extreme conditions."
Η λέξη "stress" προέρχεται από την λατινική λέξη "stringere," που σημαίνει «να σφίγγεις», ενώ η λέξη "derating" προέρχεται από το πρόθεμα "de-" (που δηλώνει μείωση) και "rating" (κατάταξη ή αξιολόγηση). Μαζί, σχηματίζουν ένα όρο που σημαίνει τη μείωση της αξιολόγησης ή απόδοσης μιας συσκευής λόγω παραγόντων στρες.
Συνώνυμα: - Stress reduction (μείωση του στρες) - Load derating (μείωση φορτίου)
Αντώνυμα: - Stress rating (αξιολόγηση του στρες) - Full capacity operation (λειτουργία πλήρους χωρητικότητας)