Το "striated" είναι επίθετο (adjective).
/ˈstraɪ.eɪ.tɪd/
Η λέξη "striated" αναφέρεται σε κάτι που έχει γραμμές ή ραβδώσεις, είτε φυσικές είτε τεχνητές. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει επιφάνειες ή υλικά που εμφανίζουν αυτή τη χαρακτηριστική διάταξη. Στη γλώσσα των αγγλικών, μπορεί να περιγράφει φυσικά χαρακτηριστικά όπως ορεινά τοπία ή ακόμα και βιολογικά χαρακτηριστικά, όπως οι γραμμές στους μύες. Η χρήση της είναι σχετικά πιο συχνή σε γραπτό λόγο, ειδικά σε επιστημονικά ή τεχνικά κείμενα.
Οι ρυστωμένες γραμμές στο βράχο σχηματίστηκαν από χρόνια διάβρωσης.
The striated muscles are known for their strength and endurance.
Οι γραμμωτοί μύες είναι γνωστοί για τη δύναμη και την αντοχή τους.
The artist chose to paint a striated landscape, emphasizing the movement of nature.
Η λέξη "striated" μπορεί να μην είναι συνηθισμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις όπου σχετίζεται με την εμφάνιση ή την ποιότητα.
Ήταν ρυστωμένος από ανησυχία μετά την είδηση.
"The striated approach to her studies made her a top student."
Η γραμμωτή προσέγγιση στις σπουδές της την έκανε κορυφαία φοιτήτρια.
"The striated sky at sunset indicated a change in the weather."
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "striatus", που σημαίνει "γραμμένος" ή "ραβδωτός", και σχετίζεται με τη ρίζα "striare", που σημαίνει "να κάνω γραμμές ή ραβδώσεις".
Συνώνυμα: - striped - lined - banded
Αντώνυμα: - smooth - unmarked - plain