Substantive (ουσιαστικό)
/ˈstraɪ.ə.təm/
Το striatum αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη περιοχή του εγκεφάλου που ανήκει στο βασικό γάγγλιο. Διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε πολλές διαδικασίες, όπως η κίνηση, η μάθηση και η ευχαρίστηση. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και νευροεπιστημονικά συμφραζόμενα. Είναι πιο συχνό στις επιστημονικές και ιατρικές κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
The striatum is involved in regulating movement and coordination.
(Ο στρωμάτωση συμμετέχει στη ρύθμιση της κίνησης και του συντονισμού.)
Changes in the striatum have been linked to various neurological disorders.
(Οι αλλαγές στο στρωμάτωση έχουν συνδεθεί με διάφορες νευρολογικές διαταραχές.)
Researchers focus on the striatum to understand the mechanisms of addiction.
(Οι ερευνητές επικεντρώνονται στο στρωμάτωση για να κατανοήσουν τους μηχανισμούς της εξάρτησης.)
Το "striatum" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις λόγω της εξειδικευμένης του σημασίας, αλλά η κατανόηση του ρόλου του σε διαφορετικές επιστημονικές φράσεις είναι σημαντική:
"The function of the striatum is essential in behavioral responses."
(Η λειτουργία του στρωμάτωσης είναι θεμελιώδης στις συμπεριφοριστικές αντιδράσεις.)
"Dopamine pathways connected to the striatum play a crucial role in motivation."
(Οι οδοί ντοπαμίνης που συνδέονται με το στρωμάτωση παίζουν σημαντικό ρόλο στην κίνητρο.)
"Damage to the striatum can lead to motor deficits."
(Η ζημιά στο στρωμάτωση μπορεί να οδηγήσει σε κινητικές δυσλειτουργίες.)
Η λέξη "striatum" προέρχεται από τη λατινική λέξη "striare," που σημαίνει "να συρράσσω" ή "να βάζω σε λωρίδες." Αυτή η ονομασία αναφέρεται στο χαρακτηριστικό στρώμα του συγκεκριμένου εγκεφαλικού τμήματος.
Συνώνυμα: - Basal ganglia (βασικά γάγγλια, αν και αυτός ο όρος αναφέρεται σε μεγαλύτερη δομή που περιλαμβάνει το striatum).
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα για το "striatum," καθώς αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη ανατομική δομή του εγκεφάλου.