Η φράση "strong assumption" αναφέρεται σε μια πεποίθηση ή δήλωση που θεωρείται πολύ πιθανή ή βεβαία χωρίς να υπάρχει απόλυτη απόδειξη. Χρησιμοποιείται συχνά σε ακαδημαϊκά και επιστημονικά συμφραζόμενα για να εκφράσει την εμπιστοσύνη σε μια ιδέα ή θεωρία που έχει υποστηριχθεί από κάποια στοιχεία ή προκαταλήψεις. Η φράση χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό κείμενο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικό λόγο, ιδίως σε ακαδημαϊκές συζητήσεις.
Η μελέτη βασίστηκε σε μια ισχυρή υπόθεση ότι τα αποτελέσματα θα ήταν εφαρμόσιμα σε έναν μεγαλύτερο πληθυσμό.
He made a strong assumption about her reliability without any evidence to back it up.
Έκανε μια ισχυρή υπόθεση για την αξιοπιστία της χωρίς κανένα στοιχείο που να την υποστηρίζει.
It is important to question strong assumptions in scientific research to ensure accuracy.
Η φράση "strong assumption" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι άμεσα μέρος πολλών κοινών εκφράσεων. Παρ' όλα αυτά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί με διάφορους τρόπους για να εκφράσει αμφιβολία ή επιβεβαίωση.
Η δημιουργία μιας ισχυρής υπόθεσης μπορεί μερικές φορές να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα.
We should avoid jumping to strong assumptions without proper analysis.
Πρέπει να αποφύγουμε να βιαστούμε σε ισχυρές υποθέσεις χωρίς κατάλληλη ανάλυση.
His strong assumption about the market trends proved to be misleading.
Η λέξη "strong" προέρχεται από το παλαιό αγγλικό "strang" και σχετίζεται με την ισχυρή ή σταθερή διακριτική ποιότητα. Η λέξη "assumption" προέρχεται από το λατινικό "assumptio," που σημαίνει "λήψη" ή "υιοθέτηση," υπονοώντας τη διαδικασία της αποδοχής κάτι ως αληθινού χωρίς επαρκή απόδειξη.
Συνώνυμα: - strong belief (ισχυρή πεποίθηση) - firm assumption (σταθερή υπόθεση) - confident presumption (σίγουρη παραδοχή)
Αντώνυμα: - weak assumption (αδύνατη υπόθεση) - doubtful hypothesis (αβέβαιη υπόθεση) - tentative conclusion (προσωρινό συμπέρασμα)