Ο όρος "strong base" λειτουργεί ως ουσιαστικό στη γλώσσα Αγγλικά.
/strɔŋ beɪs/
Ο όρος "strong base" αναφέρεται σε μια χημική ουσία που έχει την ικανότητα να δίνει υδροξυλαϊόντα (OH−) σε διάλυμα και είναι εξαιρετικά ικανή στην αλληλεπίδραση με οξέα. Οι ισχυρές βάσεις είναι συνήθως πολύ διαλυτές στο νερό και έχουν υψηλό pH. Στη γλώσσα Αγγλικά, η χρήση του σχετίζεται κυρίως με τον τομέα της χημείας.
Η συχνότητα χρήσης του όρου "strong base" είναι υψηλή σε γραπτά και προφορικά πλαίσια που σχετίζονται με επιστήμες, ειδικά με τη χημεία.
In organic chemistry, a strong base is often required for the deprotonation of acids.
(Στη οργανική χημεία, συχνά χρειάζεται μια ισχυρή βάση για την αποπρωτονία των οξέων.)
Sodium hydroxide is a common example of a strong base used in laboratories.
(Το υδροξείδιο του νατρίου είναι ένα συνηθισμένο παράδειγμα ισχυρής βάσης που χρησιμοποιείται στα εργαστήρια.)
When mixed with water, a strong base can cause severe chemical burns.
(Όταν αναμιγνύεται με νερό, μια ισχυρή βάση μπορεί να προκαλέσει σοβαρούς χημικούς έγκαυτους.)
Ο όρος "strong base" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά η έννοια της ισχυρής βάσης μπορεί να σχετίζεται με διάφορες χημικές αντιδράσεις και διαδικασίες. Εδώ είναι μερικές φράσεις που περιλαμβάνουν τη "strong base":
"Using a strong base can increase the reaction rate in chemical processes."
(Η χρήση μιας ισχυρής βάσης μπορεί να αυξήσει το ρυθμό αντίδρασης σε χημικές διαδικασίες.)
"A strong base will neutralize a weak acid effectively."
(Μια ισχυρή βάση θα εξουδετερώσει αποτελεσματικά ένα αδύναμο οξύ.)
"In titration experiments, strong bases are often used to determine the concentration of acids."
(Στα πειράματα τίτρωσης, συχνά χρησιμοποιούνται ισχυρές βάσεις για να προσδιοριστεί η συγκέντρωση των οξέων.)
Ο όρος "strong base" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου "strong" σημαίνει "ισχυρός" και "base" αναφέρεται σε μια χημική βάση. Η χρήση της έννοιας επεκτείνεται στη χημεία από τον 19ο αιώνα.