Strongly: επι副 (adverb)
Complete: ρήμα (verb) / επιθετικός (adjective)
Statistic: ουσιαστικό (noun)
Η φράση "strongly complete statistic" δεν είναι κοινή, αλλά το στοιχείο "statistic" χρησιμοποιείται συχνά σε στατιστική ανάλυση και έρευνες. Η λέξη "strongly" προσθέτει μια πιο έντονη διάσταση στην έννοια της ολοκλήρωσης ή της πληρότητας, αλλά η σύνθεση δεν είναι καθιερωμένη. Οι τρεις λέξεις μπορεί να χρησιμοποιούνται περισσότερο στο γραπτό λόγο σε επιστημονικά ή στατιστικά πλαίσια.
Strongly complete statistic is essential for accurate analysis.
(Η έντονα ολοκληρωμένη στατιστική είναι απαραίτητη για ακριβή ανάλυση.)
To ensure the strongly complete statistic, we used all available data.
(Για να διασφαλίσουμε την έντονα ολοκληρωμένη στατιστική, χρησιμοποιήσαμε όλα τα διαθέσιμα δεδομένα.)
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η φράση "strongly complete statistic" δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να δούμε ξεχωριστές εφαρμογές των λέξεων:
Strongly believe: I strongly believe in the importance of education.
(Πιστεύω έντονα στη σημασία της εκπαίδευσης.)
Complete a task: She managed to complete the task ahead of schedule.
(Κατάφερε να ολοκληρώσει το καθήκον νωρίτερα από την προθεσμία.)
Statistical evidence: The statistical evidence supports our hypothesis.
(Τα στατιστικά στοιχεία υποστηρίζουν την υπόθεσή μας.)
Αντώνυμα: weakly, softly
Complete:
Αντώνυμα: incomplete, partial
Statistic:
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της φράσης "strongly complete statistic" και των σχετιζόμενων λέξεων.