Η φράση "strongly equivalent" λειτουργεί ως επίθετο.
/ˈstrɔŋli ɪˈkwɪvələnt/
Ο όρος "strongly equivalent" χρησιμοποιείται κυρίως σε μαθηματικά και λογική για να περιγράψει δύο εκφράσεις ή καταστάσεις που είναι ίσες σε όλες τις πιθανές συνθήκες ή καταστάσεις. Στην καθημερινή γλώσσα, η φράση είναι λιγότερο συχνή και εμφανίζεται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως ακαδημαϊκά κείμενα ή τεχνικές αναφορές.
The two algorithms are strongly equivalent in terms of efficiency.
(Οι δύο αλγόριθμοι είναι ισχυρά ισοδύναμοι ως προς την αποδοτικότητα.)
In this context, both statements are strongly equivalent.
(Σε αυτό το πλαίσιο, και οι δύο δηλώσεις είναι ισχυρά ισοδύναμες.)
Ο όρος "strongly equivalent" δεν χρησιμοποιείται πολύ συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά οι παρακάτω εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη «equivalent» είναι σχετικές:
Equivalent terms are often interchangeable in academic writing.
(Οι ισοδύναμοι όροι συχνά είναι αλληλένδετοι στη ακαδημαϊκή γραφή.)
One proposal is not equivalent to another simply due to differences in context.
(Μία πρόταση δεν είναι ισοδύναμη με άλλη απλά λόγω διαφορών στο πλαίσιο.)
The results showed that different methods can be equivalent under certain conditions.
(Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι διάφορες μέθοδοι μπορεί να είναι ισοδύναμες υπό ορισμένες συνθήκες.)
Η φράση "strongly equivalent" προκύπτει από τη σύνθεση της λέξης "strongly," που προέρχεται από το μέσο αγγλικό "streng," και της λέξης "equivalent," που έχει λατινικές ρίζες από τη λέξη "aequivalens," που σημαίνει "ισότιμος."
Ο όρος "strongly equivalent" έχει εξειδικευμένη χρήση κυρίως σε ακαδημαϊκά και τεχνικά συμφραζόμενα. Δεν χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, εκτός από ειδικές περιπτώσεις σε επαγγελματικά ή ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.