Structural gluing είναι μια φράση που συνδυάζει δύο λέξεις. Η "structural" είναι επίθετο και η "gluing" είναι ουσιαστικό.
/ˈstrʌk.tʃər.əl ˈɡluː.ɪŋ/
Η φράση structural gluing αναφέρεται στη διαδικασία συγκόλλησης δομικών στοιχείων, συνήθως σε κτίρια, γέφυρες ή κατασκευές, όπου η κόλληση χρησιμοποιείται ως μέθοδος σύνδεσης υλικών με στόχο την υποστήριξη της δομής. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της μηχανικής και της αρχιτεκτονικής. Η χρήση της είναι περισσότερο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε τεχνικές συνομιλίες.
Η δομική κόλληση των δοκών παρείχε επιπλέον σταθερότητα στο κτίριο.
In modern architecture, structural gluing is often preferred over traditional fastening methods.
Η φράση "structural gluing" δεν έχει ευρέως διαδεδομένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε τεχνικά συμφραζόμενα. Ωστόσο, μπορούμε να δώσουμε παραδείγματα χρήσης της στη γλώσσα:
Η σημασία της δομικής κόλλησης δεν μπορεί να υποτιμηθεί στη σύγχρονη κατασκευή.
When discussing structural gluing, engineers must consider the properties of the materials used.
Όταν συζητούν για τη δομική κόλληση, οι μηχανικοί πρέπει να λάβουν υπόψη τις ιδιότητες των υλικών που χρησιμοποιούνται.
Structural gluing techniques have evolved significantly over the years.
Η λέξη structural προέρχεται από τη λατινική λέξη structura, που σημαίνει "διάρθρωση", ενώ η λέξη gluing έρχεται από τη ρίζα glue που σημαίνει "κόλλα".
Συνώνυμα: - Adhesive bonding - Composite bonding
Αντώνυμα: - Mechanical fastening - Detaching
Η φράση "structural gluing" παίζει σημαντικό ρόλο κυρίως στον τομέα των κατασκευών και της μηχανικής, όπου η σωστή χρήση της μπορεί να επιφέρει θετικά αποτελέσματα στην ασφάλεια και σταθερότητα των δομών.