strut: Σημαίνει να περπατάς ή να στέκεσαι με υπερηφάνεια ή αλαζονεία. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια στάση ή κίνηση που υποδηλώνει αυτοπεποίθηση.
root: Αναφέρεται στη ρίζα φυτών ή δέντρων, καθώς και σε θεμελιώδη ή βασικά στοιχεία ή πηγές. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται ευρέως και σε μεταφορικές έννοιες όπως η προέλευση ή η βάση μιας ιδέας.
Και οι δύο λέξεις χρησιμοποιούνται σε γραπτό και προφορικό πλαίσιο, αν και το "root" είναι συχνότερο σε γραπτά κείμενα σχετικά με τη βιολογία ή τη φιλοσοφία.
Ο χορευτής άρχισε να εκτίναξε σε όλη τη σκηνή.
The roots of the tree extended deep into the ground.
Οι ρίζες του δέντρου εκτεινόντουσαν βαθιά στο έδαφος.
As he entered the room, he tried to strut with confidence.
Αγαπά να δείχνει τις ικανότητές της στην πίστα χορού.
Root for someone: Να υποστηρίζεις κάποιον.
Όλοι υποστηρίξαμε την ομάδα κατά τη διάρκεια του τελικού.
Put down roots: Να εγκατασταθείς κάπου μόνιμα.
strut: Πιθανώς προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "strutten", που σημαίνει «να στέκεται ψηλά».
root: Προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "rōt", που σχετίζεται με τη ρίζα στα δέντρα ή τα φυτά.
Αντώνυμα: slouch
root:
Αυτή η καταγραφή σας παρέχει μια πλήρη εικόνα σχετικά με τις λέξεις "strut" και "root" καθώς και τη χρήση τους στη γλώσσα.