Ο όρος "stud welding gun" είναι ουσιαστικό.
/ stʌd ˈwɛldɪŋ ɡʌn /
Το "stud welding gun" αναφέρεται σε μια ειδική συσκευή που χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση μπουλονιών ή εξαρτημάτων σε μεταλλικά αντικείμενα. Θέτει σε εφαρμογή τη διαδικασία συγκόλλησης μέσω ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας, συγκολλώντας ένα μπουλόνι στην επιφάνεια του μετάλλου. Η χρήση του είναι κυρίως βιομηχανική, και έχει ευρεία εφαρμογή σε τομείς όπως η κατασκευή, η αυτοκινητοβιομηχανία και η ναυπηγική.
Η χρήση του "stud welding gun" είναι πιο συχνή σε τεχνικά κείμενα και βιομηχανικούς ορισμούς, δηλαδή στο γραπτό πλαίσιο.
Ο τεχνικός χρησιμοποίησε ένα όπλο συγκόλλησης με μπουλόνια για να συνδέσει τα μεταλλικά εξαρτήματα.
Proper safety measures should be taken when operating a stud welding gun.
Ο όρος "stud welding" μπορεί να χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη βιομηχανία:
Ξέρει να χειρίζεται ένα όπλο συγκόλλησης με μπουλόνια σαν επαγγελματίας.
"Using a stud welding gun requires precision and skill."
Η χρήση ενός όπλου συγκόλλησης με μπουλόνια απαιτεί ακρίβεια και δεξιότητα.
"In heavy manufacturing, the stud welding gun is an essential tool."
Στη βαριά βιομηχανία, το όπλο συγκόλλησης με μπουλόνια είναι ένα βασικό εργαλείο.
"He finally mastered the technique of using a stud welding gun."
Ο όρος "stud" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "studde", που σημαίνει μπουλόνι ή καρφί. Ο όρος "welding" προέρχεται από το ρήμα "weld", το οποίο προέρχεται από την αγγλοσάξωνικη λέξη "wealdan", που σημαίνει να δουλεύεις ή να ενώνεις. Ο όρος "gun" προέρχεται από τον αρχαίο γαλλικό όρο "gonne", που σημαίνει ένα όπλο ή σκανδάλη.
Συνώνυμα: - Welding machine - Arc welder
Αντώνυμα: - Desoldering gun (όπλο αποσυρσίματος) - Mechanical fastener (μηχανικός συνδετήρας)