Ο όρος "stud-horse" είναι ουσιαστικό (noun).
Фωνητική μεταγραφή: /ˈstʌd hɔrs/
Το "stud-horse" αναφέρεται σε ένα άλογο που κρατείται για αναπαραγωγή. Συνήθως χρησιμοποιείται για αρσενικά άλογα που φυλάσσονται σε ειδικές εγκαταστάσεις ή φάρμες όπου προσπαθούν να αναπαράγουν άλογα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή γενετικό υπόβαθρο. Ο όρος είναι πιο κοινός στη γραπτή γλώσσα παρά στον προφορικό, αν και οι εξειδικευμένοι κύκλοι (όπως οι ιππικοί) μπορεί να τον χρησιμοποιούν προφορικά.
"Το κατάλληλο άλογο αναπαραγωγής βραβεύτηκε με τον τίτλο του καλύτερου αναπαραγωγού στην ετήσια ιππική εκδήλωση."
"They decided to invest in a top-quality stud-horse to improve their breeding program."
"Αποφάσισαν να επενδύσουν σε ένα άριστης ποιότητας άλογο αναπαραγωγής για να βελτιώσουν το πρόγραμμα αναπαραγωγής τους."
"Many stud-horses are carefully selected based on their lineage and performance records."
Ο όρος "stud" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την αναπαραγωγή και την ποιότητα του αλόγου ή άλλων ζώων.
"Έχει την γενεαλογία για να είναι ένα καλό άλογο αναπαραγωγής."
"They’re looking for a stud with strong genetics."
"Ψάχνουν για ένα άλογο αναπαραγωγής με δυνατή γενετική προέλευση."
"That stud-horse has a great winning record."
"Αυτό το κατάλληλο άλογο αναπαραγωγής έχει εξαιρετικό ρεκόρ νικών."
"In the racing world, having the right stud can make all the difference."
"Στον κόσμο των ιπποδρομιών, το να έχεις το σωστό άλογο αναπαραγωγής μπορεί να κάνει τη διαφορά."
"A successful breeding program relies heavily on the quality of the stud."
Ο όρος "stud" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "stod", που σημαίνει "ομάδα ζώων" και σχετίζεται με την ιδέα της αναπαραγωγής. "Horse" είναι η αγγλική λέξη για το άλογο, προερχόμενη από την αρχαία αγγλική λέξη "hors".