Stumpy (επίθετο).
/ˈstʌm.pi/
Η λέξη stumpy περιγράφει κάτι που έχει κοντά ή κομμένα άκρα, ή μπορεί να αναφέρεται σε κάτι που είναι παχυλό και κοντό. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, ενώ μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτά κείμενα για να δώσει μια πιο ζωηρή περιγραφή.
Ο παλιός κορμός δέντρου στην αυλή φαινόταν πολύ κοντός και παχύς.
After the accident, his stumpy leg made it difficult to walk.
Μετά το ατύχημα, το κοντό και παχύ πόδι του καθιστούσε δύσκολο να περπατήσει.
The puppy was so stumpy that everyone found him adorable.
Η λέξη stumpy δεν είναι συνηθισμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί με παραλλαγές ή σε περιγραφικά συμφραζόμενα:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι πολύ κοντό.
Feeling a bit stumpy today.
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει έλλειψη ενέργειας ή διάθεσης, δηλώνοντας ότι κάποιος αισθάνεται πιο αδύναμος ή λιγότερο αποτελεσματικός.
Stumpy and proud!
Η λέξη stumpy αναγνωρίζεται ως παραδοχή της λέξης stump, που προέρχεται από τη Μέση Αγγλική λέξη "stumpen", που σημαίνει "να κόβεται" ή "να περικόπτεται".
Η λέξη stumpy προσφέρει μια ζωντανή και περιγραφική εικόνα, και χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα για να περιγράψει ανθρώπους ή αντικείμενα με κοντή και παχιά μορφή.