Το "stun gas" είναι ουσιαστικό φράσης.
/stʌn ɡæs/
Το "stun gas" αναφέρεται σε χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται συνήθως για να αδρανοποιήσουν προσωρινά έναν στόχο, χωρίς να προκαλέσουν μόνιμες βλάβες. Είναι συχνά συνδεδεμένο με στρατιωτικές ή αστυνομικές εφαρμογές που επιδιώκουν να ελέγξουν την κατάσταση με μη θανατηφόρο τρόπο.
Στη χρήση της στη γλώσσα Αγγλικά, η φράση "stun gas" συνήθως αναφέρεται σε επιχειρήσεις της αστυνομίας ή στρατιωτικές επιθέσεις όπου η προτεραιότητα είναι η καταστολή χωρίς θνησιμότητα. Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε ρεπορτάζ ή δίκες.
Η αστυνομία χρησιμοποίησε αέριο αδρανοποίησης για να διασκορπίσει τους διαδηλωτές.
Stun gas can temporarily incapacitate individuals without causing permanent harm.
Η φράση "stun gas" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που έχουν να κάνουν με αδρανοποίηση ή έλεγχο:
"Να ακινητοποιήσω κάποιον με αέριο αδρανοποίησης."
"The use of stun gas in crowd control."
"Η χρήση αερίου αδρανοποίησης στη διαχείριση πλήθους."
"Caught off guard by the stun gas solution during the raid."
"Πιασμένος απροετοίμαστος από τη λύση με αέριο αδρανοποίησης κατά τη διάρκεια της επιδρομής."
"Stun gas can be effective for riot control."
Η φράση "stun gas" προέρχεται από την αγγλική λέξη "stun" (απενεργοποιώ, αδρανοποιώ) και τη λέξη "gas" (αέριο). Ο συνδυασμός τους αναφέρεται σε χημικές ουσίες που αδρανοποιούν άτομα.
Συνώνυμα: - non-lethal gas (μη θανατηφόρο αέριο) - incapacitating agent (αδρανοποιητικός παράγοντας)
Αντώνυμα: - lethal gas (θανατηφόρο αέριο) - deadly substance (θανατηφόρα ουσία)
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση του όρου "stun gas".