Subagent είναι ουσιαστικό.
/ˈsʌbˌeɪdʒənt/
Η λέξη subagent αναφέρεται σε ένα άτομο ή οντότητα που εργάζεται υπό την εξουσία ή την προεδρία ενός άλλου πράκτορα. Συχνά χρησιμοποιείται στον τομέα της επιχειρηματικής ή νομικής πρακτικής, όπου ο υποπράκτορας αναλαμβάνει καθήκοντα συγκεκριμένα από τον κύριο πράκτορα.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης δεν είναι πολύ υψηλή, αλλά μπορεί να συναντηθεί κυρίως σε νομικά και επαγγελματικά κείμενα, ενώ μπορεί να χρησιμοποιείται λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Ο υποπράκτορας ήταν υπεύθυνος για την διαπραγμάτευση της σύμβασης εκ μέρους του κύριου πράκτορα.
Every subagent must adhere to the terms outlined by the primary agent.
Η λέξη subagent χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοιά της μπορεί να συσχετιστεί με διάφορες καταστάσεις στην επιχειρηματική γλώσσα.
"Ο κύριος πράκτορας ανέθεσε ευθύνες στον υποπράκτορα χωρίς επιφυλάξεις."
"In the absence of the primary agent, the subagent took charge of the situation."
"Απουσία του κύριου πράκτορα, ο υποπράκτορας ανέλαβε τον έλεγχο της κατάστασης."
"The subagent’s role was crucial in ensuring the deal went smoothly."
Η λέξη subagent προέρχεται από τα αγγλικά, συνδυάζοντας το πρόθεμα "sub-" (που σημαίνει "κάτω από" ή "δευτερεύων") και τη λέξη "agent" (πράκτορας), υποδεικνύοντας μια δεύτερη ή υποδεέστερη θέση στην ιεραρχία.
Συνώνυμα: - Under-agent - Deputy agent
Αντώνυμα: - Main agent - Primary agent