Η λέξη "subjective" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - υποκειμενικός - υποκειμενική (για θηλυκό γένος) - υποκειμενικό (για ουδέτερο γένος)
Η λέξη "subjective" είναι επίθετο και αναφέρεται σε χαρακτηριστικά ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον υποκειμενικό τρόπο αντίληψης ή ερμηνείας. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα και επεξηγήσεις σχετικά με την χρήση του ως επίθετο:
Η λέξη "subjective" χρησιμοποιείται σε διάφορες περιπτώσεις, κυρίως σε συζητήσεις που αφορούν την προσωπική άποψη, το συναίσθημα ή την ερμηνεία. Συχνά σχετίζεται με τα πεδία της φιλοσοφίας, της ψυχολογίας, της τέχνης και άλλων επιστημών.
Η χρήση της λέξης "subjective" κυμαίνεται ανάλογα με το πλαίσιο. Είναι πιο συχνή σε ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά κείμενα, καθώς και σε συζητήσεις που αφορούν τέχνη, κριτική και ψυχολογία. Σε γενικές γραμμές, η λέξη έχει καλή συχνότητα χρήσης.
Η λέξη "subjective" χρησιμοποιείται τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή ομιλία. Ωστόσο, εμφανίζεται πιο συχνά σε γραπτές εργασίες ή ακαδημαϊκά κείμενα λόγω του πιο τεχνικού και θεωρητικού της χαρακτήρα.
"The artwork was appreciated for its subjective interpretation."
(Το έργο τέχνης εκτιμήθηκε για την υποκειμενική του ερμηνεία.)
"Subjective experiences can vary greatly from person to person."
(Οι υποκειμενικές εμπειρίες μπορεί να διαφέρουν πολύ από άτομο σε άτομο.)
"His arguments were too subjective to be taken seriously."
(Τα επιχειρήματά του ήταν πολύ υποκειμενικά για να ληφθούν σοβαρά υπόψη.)
Η λέξη "subjective" προέρχεται από το λατινικό "subiectivus," που σημαίνει "εκείνος που βρίσκεται υπό" ή "εκείνος που υπόκειται," και προέρχεται από το "subicere," που σημαίνει "να υποβληθεί." Η χρήση της λέξης ξεκίνησε τον 17ο αιώνα και έχει εξελιχθεί στη σύγχρονη γλώσσα για να περιγράψει οτιδήποτε σχετίζεται με την προσωπική αντίληψη ή γνώμη.