sublation είναι ένα ουσιαστικό.
/səˈbleɪʃən/
Η λέξη "sublation" προέρχεται από τον φιλοσοφικό όρο που αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία μια αντίθεση ή διαμάχη ενσωματώνεται ή ανυψώνεται σε μια ανώτερη κατάσταση, διατηρώντας όμως στοιχεία των αντίθετων μερών. Αυτή η έννοια χρησιμοποιείται συχνά στη φιλοσοφία, ιδίως στην εργασία του Χέγκελ. Στη σύγχρονη γλώσσα, η "sublation" δεν είναι συχνά χρησιμοποιούμενη, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε φιλοσοφικά ή ακαδημαϊκά κείμενα. Χρησιμοποιείται πιο πολύ σε γραπτά πλαίσια παρά στον προφορικό λόγο.
Η έννοια της υποδόμησης είναι σημαντική στη φιλοσοφία του Χέγκελ.
Understanding sublation can help in comprehending dialectical arguments.
Η λέξη "sublation" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο πολιτισμένα ή ακαδημαϊκά συμφραζόμενα. Εδώ είναι μερικές προτάσεις που σχετίζονται με τις έννοιες του διαλεκτισμού και της ενσωμάτωσης:
Σε πολλές φιλοσοφικές συζητήσεις, η ιδέα της υποδόμησης αναδεικνύεται ως τρόπος επίλυσης αντιφάσεων.
The dialectical process involves sublation where conflicting ideas are reconciled.
Η διαλεκτική διαδικασία περιλαμβάνει υποδόμηση όπου οι αντιφατικές ιδέες συγκεφαλαιώνονται.
Critics often highlight the concept of sublation in assessing theoretical frameworks.
Η λέξη "sublation" προέρχεται από το λατινικό "sublatio", το οποίο σημαίνει "ανύψωση" ή "υποκατάσταση". Έχει φιλοσοφικές ρίζες και χρησιμοποιείται επιθετικά σε διάφορες θεωρίες, ειδικότερα στον ιδεαλισμό.
Συνώνυμα: - ανύψωση - ενσωμάτωση
Αντώνυμα: - διαίρεση - αποσύνθεση
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "sublation" και της χρήσης της στη γλώσσα Αγγλικά.