Το "sublimating" είναι ρήμα, συγκεκριμένα η μορφή του προορισμένου χρόνου (gerund) του ρήματος "sublimate".
/ˈsʌblɪˌmeɪtɪŋ/
Το "sublimating" προέρχεται από τη διαδικασία του υπολλεγμού, κατά την οποία μια ουσία μεταβαίνει απευθείας από την στερεά κατάσταση στην αέρια χωρίς να περάσει από την υγρή. Στον ψυχολογικό τομέα, σημαίνει τη μετατροπή αρνητικών ή ανεπιθύμητων συναισθημάτων ή επιθυμιών σε αποδεκτές κοινωνικά ενέργειες ή ιδέες. Στη γλώσσα των Αγγλικά, είναι μια επιστημονική και ψυχολογική έννοια που χρησιμοποιείται σε ειδικά πλαίσια, συνήθως πιο συχνά σε γραπτό λόγο.
The ice is sublimating in the warm weather.
(Ο πάγος υπολλεγεί στον ζεστό καιρό.)
She believes in sublimating her frustrations through art.
(Πιστεύει ότι πρέπει να υπολλεγεί τις απογοητεύσεις της μέσω της τέχνης.)
Το "sublimating" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιαίτερες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, υπάρχει σύνδεση με την ψυχολογία και την επιστήμη. Αυτές οι εκφράσεις μπορεί να είναι λιγότερο συχνές αλλά σημαντικές:
He managed to sublimate his anger into constructive feedback.
(Κατάφερε να υπολλεγεί την οργή του σε εποικοδομητική ανατροφοδότηση.)
Many artists sublimated their struggles into powerful works of art.
(Πολλοί καλλιτέχνες υπολλεγίστηκαν τις δυσκολίες τους σε ισχυρά έργα τέχνης.)
The process of sublimating negative emotions can lead to personal growth.
(Η διαδικασία υπολλεγμού αρνητικών συναισθημάτων μπορεί να οδηγήσει σε προσωπική ανάπτυξη.)
Η λέξη "sublimate" προέρχεται από τα λατινικά "sublimare", που σημαίνει "να ανυψωθεί", από την σύνθεση "sub-" (κάτω από) και "limen" (κατώφλι). Χρησιμοποιείται κυρίως στην χημεία και την ψυχολογία.
Συνώνυμα: - Elevating - Transforming - Channeling
Αντώνυμα: - Degrading - Diminishing - Suppressing