Φράση
/səbˈstænʃieɪt ən ˈælɪbaɪ/
Η φράση "substantiate an alibi" αναφέρεται στην πράξη της παροχής αποδείξεων ή στοιχείων που επιβεβαιώνουν ότι κάποιος ήταν σε διαφορετικό μέρος κατά τη διάρκεια ενός γεγονότος, όπως μια εγκληματική πράξη. Η χρήση της φράσης είναι συχνή σε νομικά και εγκληματολογικά συμφραζόμενα, καθώς σχετίζεται με τη διαδικασία αποδείξεως ή υπεράσπισης.
Η φράση χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και ενδέχεται να εμφανίζεται πιο συχνά σε νομικά έγγραφα ή τηλεοπτικές σειρές που ασχολούνται με εγκληματικές υποθέσεις.
Για να αποφύγει τις υποψίες, πρέπει να επικυρώσει μια αλibi.
The lawyer worked hard to substantiate her client's alibi.
Η δικηγόρος έκανε σκληρή δουλειά για να ενισχύσει την αλibi της πελάτισσάς της.
Without witnesses, it’s challenging to substantiate an alibi.
Η φράση "substantiate an alibi" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά έχει αναφορές σε συνθήκες που περιλαμβάνουν αποδείξεις και νομιμότητα. Ακολουθούν ορισμένες προτάσεις:
Αν δεν μπορείς να επικυρώσεις την αλibi σου, αφήνεις ένα παραθυράκι στην υπεράσπισή σου.
It's crucial for a suspect to substantiate an alibi in order to avoid charges.
Είναι κρίσιμο για έναν ύποπτο να επικυρώσει μια αλibi προκειμένου να αποφύγει κατηγορίες.
Her detailed accounts helped to substantiate an alibi during the investigation.
Η λέξη "substantiate" προέρχεται από το λατινικό "substantiatus," που σημαίνει "να πιστοποιηθεί" και σχετίζεται με το "substantia," που σημαίνει "ουσία." Ο όρος "alibi" προέρχεται από τη λατινική λέξη "alibi," που σημαίνει "σε άλλο μέρος."