Substituted lignin - Όρος (Noun)
/səbˌstɪtʃʊtɪd ˈlɪɡɪn/
Η substituted lignin αναφέρεται σε μια μορφή λινίνης όπου κάποιες από τις ομάδες της έχουν υποκατασταθεί από άλλες χημικές ομάδες. Η λινίνη είναι ένα φυσικό πολυμερές που βρίσκεται σε φυτικά κύτταρα και παίζει σημαντικό ρόλο στην αντοχή και το στήριγμα των φυτών. Η υποκατεστημένη λινίνη μελετάται για τις βιομηχανικές εφαρμογές της, κυρίως σε τομείς όπως η παραγωγή βιοκαυσίμων, τα βιογραφικά υλικά και η χημική βιομηχανία.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στις επιστημονικές μελέτες και στην κατηγορία των βιοϋλικών. Η συχνότητα χρήσης του είναι πιο υψηλή σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε ερευνητικά άρθρα και τεχνολογικές εκθέσεις.
Substituted lignin can be utilized as a renewable source of chemicals.
(Η υποκατεστημένη λινίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ανανεώσιμη πηγή χημικών ουσιών.)
Researchers are studying the properties of substituted lignin for potential industrial applications.
(Οι ερευνητές μελετούν τις ιδιότητες της υποκατεστημένης λινίνης για πιθανές βιομηχανικές εφαρμογές.)
The production of substituted lignin involves modifying the chemical structure of lignin.
(Η παραγωγή υποκατεστημένης λινίνης περιλαμβάνει την τροποποίηση της χημικής δομής της λινίνης.)
Η υποκατεστημένη λινίνη δεν έχει ευρέως διαδεδομένες ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, παρακάτω αναφέρονται προτάσεις που περιλαμβάνουν την ιδέα της υποκατάστασης και της λινίνης:
Using substituted lignin as a building block opens new avenues for sustainable materials.
(Η χρήση της υποκατεστημένης λινίνης ως δομικό στοιχείο ανοίγει νέες προοπτικές για βιώσιμα υλικά.)
The upcycling of waste into substituted lignin presents an innovative strategy to reduce environmental impact.
(Η ανακύκλωση αποβλήτων σε υποκατεστημένη λινίνη παρουσιάζει μια καινοτόμο στρατηγική για μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος.)
Incorporating substituted lignin into composites has the potential to enhance their mechanical properties.
(Η ενσωμάτωση υποκατεστημένης λινίνης σε συμπλέγματα έχει τη δυνατότητα να ενισχύσει τις μηχανικές τους ιδιότητες.)
Ο όρος lignin προέρχεται από τη λατινική λέξη "lignum" που σημαίνει "ξύλο". Το "substituted" προέρχεται από την αγγλική λέξη "substitute", η οποία σημαίνει να αντικαταστήσει.
Συνώνυμα: - Modified lignin - Functionalized lignin
Αντώνυμα: - Pure lignin - Untreated lignin
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τον όρο "substituted lignin", την σημασία του και τις χρήσεις του στη σύγχρονη επιστήμη και βιομηχανία.