Το "substituting" είναι ρήμα.
/səbˈstɪtjuːtɪŋ/
Η λέξη "substituting" αναφέρεται στη διαδικασία της αντικατάστασης ή της υποκατάστασης ενός στοιχείου με ένα άλλο. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των μαθηματικών, της χημείας, καθώς και καθημερινά σε ρεαλιστικά και συζητησιακά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιθανό να εμφανίζεται περισσότερο σε εκπαιδευτικά και επαγγελματικά κείμενα.
Substituting one ingredient can change the entire flavor of the dish.
(Η αντικατάσταση ενός συστατικού μπορεί να αλλάξει τη συνολική γεύση του πιάτου.)
He is substituting his old car for a new model.
(Αυτός αντικαθιστά το παλιό του αυτοκίνητο με ένα νέο μοντέλο.)
The teacher is substituting a lesson to better suit the students' needs.
(Ο δάσκαλος αντικαθιστά ένα μάθημα για να ταιριάξει καλύτερα στις ανάγκες των μαθητών.)
Η λέξη "substituting" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που αγγίζουν το περιεχόμενο της αντικατάστασης ή της εναλλακτικής επιλογής.
Substituting one problem for another won't solve anything.
(Η αντικατάσταση ενός προβλήματος με άλλο δεν θα λύσει τίποτα.)
There's no need for substituting your original idea; it's great as it is.
(Δεν υπάρχει λόγος να αντικαθιστάς την αρχική σου ιδέα· είναι τέλεια όπως είναι.)
They are substituting temporary measures for permanent solutions.
(Αυτοί αντικαθιστούν προσωρινά μέτρα με μόνιμες λύσεις.)
By substituting effort for knowledge, he achieved amazing results.
(Αντικαθιστώντας την προσπάθεια με τη γνώση, πέτυχε καταπληκτικά αποτελέσματα.)
Substituting your thoughts for someone else's isn't fair.
(Η αντικατάσταση των σκέψεών σου με τις σκέψεις κάποιου άλλου δεν είναι δίκαιη.)
Η λέξη "substituting" προέρχεται από το Λατινικό "substituere", που σημαίνει "να τοποθετήσουμε κάτω", και συνεχή χρήση του προθέματος "sub-" (κάτω) και του "stituere" (να τοποθετήσουμε).
Συνώνυμα: - αντικαθιστώ - υποκαθιστώ - αντικατάσταση
Αντώνυμα: - διατηρώ - κρατώ - σταθεροποιώ