Subterfuge είναι ένα ουσιαστικό (noun).
/ˈsʌbtərfjuːdʒ/
Η λέξη subterfuge αναφέρεται σε μια μέθοδο ή τακτική που χρησιμοποιείται για να αποκρυφτεί η αλήθεια ή να παραπλανηθεί κάποιος. Συνήθως περιλαμβάνει την χρήση ψεμάτων ή μίας πλάνης για να επιτευχθεί ένας σκοπός. Χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό λόγο αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται στον προφορικό λόγο, αν και σε λιγότερο καθημερινές συνομιλίες.
He used subterfuge to avoid telling the truth about his whereabouts.
Χρησιμοποίησε υποκρισία για να αποφύγει να πει την αλήθεια για το πού βρισκόταν.
Her subterfuge was eventually discovered by her friends.
Η απάτη της τελικά ανακαλύφθηκε από τους φίλους της.
Η λέξη subterfuge χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που υποδηλώνουν μια πονηρή ή απατηλή συμπεριφορά.
Using financial subterfuge can lead to serious legal consequences.
Η χρησιμοποίηση χρηματοοικονομικής υποκρισίας μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές νομικές συνέπειες.
In negotiations, subterfuge can sometimes be a necessary evil.
Στις διαπραγματεύσεις, η υποκρισία μπορεί μερικές φορές να είναι ένα αναγκαίο κακό.
They resorted to subterfuge to secure the contract against their competitors.
Κατέφυγαν σε απάτη για να εξασφαλίσουν την σύμβαση εναντίον των ανταγωνιστών τους.
Η λέξη subterfuge προέρχεται από το λατινικό subterfugere, όπου subter σημαίνει "κάτω από" και fugere σημαίνει "να φυγάς" ή "να δραπετεύεις". Ως αποτέλεσμα, υποδηλώνει την ιδέα της απόδρασης από την αλήθεια ή την πραγματικότητα.