Subtlety είναι ουσιαστικό.
/ˈsʌtəlti/
Η λέξη subtlety αναφέρεται σε μια ποιότητα ή κατάσταση που είναι λεπτή ή λεπτομερής. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν είναι εύκολο να ανιχνευθεί ή να κατανοηθεί. Η χρήση της μπορεί να εμφανιστεί σε προφορικό και γραπτό λόγο, αν και συνήθως βρίσκει μεγαλύτερη εφαρμογή σε πιο λογοτεχνικά ή φιλοσοφικά κείμενα.
Η λεπτότητα του επιχειρήματός του το έκανε δύσκολο να αμφισβητηθεί.
She appreciated the subtlety in his painting, which conveyed deep emotions.
Εκτίμησε την λεπτότητα στον πίνακά του, που μετέδιδε βαθιά συναισθήματα.
Understanding the subtlety of the message took time and reflection.
Η λέξη subtlety χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που ενσωματώνουν την έννοια της λέξης:
Όλα είναι θέμα της λεπτότητας στις λεπτομέρειες που κάνουν ένα σπουδαίο έργο τέχνης.
He handled the situation with great subtlety, avoiding confrontation.
Ανέλαβε την κατάσταση με μεγάλη λεπτότητα, αποφεύγοντας την αντιπαράθεση.
The writer's subtlety in character development is what captivated the readers.
Η λεπτότητα του συγγραφέα στην ανάπτυξη χαρακτήρων είναι αυτό που μάγεψε τους αναγνώστες.
Using humor requires a certain level of subtlety to be effective.
Η χρήση του χιούμορ απαιτεί ένα συγκεκριμένο επίπεδο λεπτότητας για να είναι αποτελεσματική.
Her ability to convey subtlety in her performance impressed everyone.
Η ικανότητά της να μεταδώσει λεπτότητα στην ερμηνεία της εντυπωσίασε όλους.
The recipe calls for the subtlety of flavors to create the perfect dish.
Η συνταγή απαιτεί την λεπτότητα των γεύσεων για να δημιουργήσει το τέλειο πιάτο.
In negotiation, subtlety can be more powerful than overt aggression.
Η λέξη subtlety προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη subtilite και τη λατινική λέξη subtilitas, που σημαίνει "λεπτότητα" ή "ευφυία".
Συνώνυμα: - Nuance - Finesse - Subtle distinction
Αντώνυμα: - Obviousness - Coarseness - Bluntness