Suburban railroad: Ουσιαστικό
/səˈbɜːrbən ˈreɪlroʊd/
Suburban railroad αναφέρεται σε σιδηροδρομικές γραμμές ή υπηρεσίες που εξυπηρετούν περιοχές που βρίσκονται εκτός των αστικών κέντρων, συνήθως σε κατοικημένες περιοχές ή προάστια. Αυτές οι υπηρεσίες είναι συνήθως σχεδιασμένες για να διευκολύνουν τη μεταφορά επιβατών από και προς τα κέντρα των πόλεων.
Φrequency χρήσης: Η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτές και προφορικές συζητήσεις, ιδιαίτερα σε θέματα που αφορούν τη δημόσια συγκοινωνία και τις μεταφορές, κυρίως σε αστικά ή προαστιακά περιβάλλοντα.
The suburban railroad connects the city to its outskirts.
(Ο προαστιακός σιδηρόδρομος συνδέει την πόλη με τα προάστια.)
Many commuters rely on the suburban railroad for their daily travel.
(Πολλοί επιβάτες εξαρτώνται από τον προαστιακό σιδηρόδρομο για τη καθημερινή τους μετακίνηση.)
The new suburban railroad line has made commuting much easier.
(Η νέα γραμμή προαστιακού σιδηρόδρομου έχει διευκολύνει πολύ τη μετακίνηση προς τα κέντρα εργασίας.)
Στον τομέα των συγκοινωνιών, η φράση "suburban railroad" μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Αυτό σημαίνει ότι κάποιος αρχίζει τη μετακίνηση ή να ταξιδεύει προς έναν προορισμό.
"The suburban railroad is a lifeline for many."
(Ο προαστιακός σιδηρόδρομος είναι η σωτηρία για πολλούς.)
Αυτό δείχνει τη σημασία του σιδηρόδρομου για τους επιβάτες.
"He commutes by suburban railroad every day."
(Αυτος μετακινείται με τον προαστιακό σιδηρόδρομο κάθε μέρα.)
Αναφέρεται στη καθημερινή χρήση της υπηρεσίας του προαστιακού σιδηρόδρομου.
"We need to improve suburban railroad connections."
(Πρέπει να βελτιώσουμε τις συνδέσεις του προαστιακού σιδηροδρόμου.)
Ο όρος "suburban" προέρχεται από τη λέξη "suburb," που σημαίνει "προάστιο," και αναφέρεται σε κατοικημένες περιοχές γύρω από μια πόλη. Ο όρος "railroad" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "rail" και "road," που σημαίνουν "σιδηροτροχιά" και "δρόμος" αντίστοιχα.
Συνώνυμα: - Προαστιακός σιδηρόδρομος - Υπεραστικός σιδηρόδρομος
Αντώνυμα: - Αστικός σιδηρόδρομος - Σιδηρόδρομος διαμετακόμισης (intercity railroad)