Ο όρος "sufficient safety means" είναι φράση που περιλαμβάνει ένα επίθετο και ένα ουσιαστικό. Συγκεκριμένα, "sufficient" είναι επίθετο και "means" είναι ουσιαστικό, ενώ "safety" λειτουργεί ως προσδιοριστής του ουσιαστικού "means".
/səˈfɪʃ.ənt ˈseɪ.f.ti miːnz/
Η φράση "sufficient safety means" αναφέρεται στα κατάλληλα και επαρκή μέτρα ή μέσα που χρησιμοποιούνται για την εξασφάλιση της ασφάλειας σε διάφορα πλαίσια, όπως εργοστάσια, δημόσιες συγκοινωνίες ή χώρους εργασίας. Χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικούς ή νομικούς τομείς για να τονιστεί η ανάγκη για επαρκή μέτρα προστασίας.
Είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτά κείμενα (π.χ. κανονισμούς, αναφορές) παρά σε προφορικό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε παρουσιάσεις.
Η υλοποίηση του έργου καθυστέρησε λόγω της ανάγκης για επαρκή μέσα ασφάλειας πριν από την έναρξη της κατασκευής.
Regulations require sufficient safety means to protect workers in hazardous environments.
Ο όρος "sufficient safety means" δεν αποτελεί σταθερή ιδιωματική έκφραση, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες σχετικές φράσεις όπως:
Όταν έχετε αμφιβολίες, πάντα φροντίστε να έχετε σε εφαρμογή τα επαρκή μέσα ασφάλειας.
"In any project, neglecting to provide sufficient safety means is a recipe for disaster."
Σε οποιοδήποτε έργο, η παραμέληση της παροχής επαρκών μέσων ασφάλειας είναι συνταγή για καταστροφή.
"The committee discussed the importance of having sufficient safety means to mitigate risks."
Η επιτροπή συζήτησε τη σημασία της ύπαρξης επαρκών μέσων ασφάλειας για τη μείωση των κινδύνων.
"To avoid accidents, organizations must prioritize sufficient safety means."
Συνώνυμα: - Adequate safety measures - Ample security provisions - Satisfactory protection methods
Αντώνυμα: - Insufficient safety means - Inadequate security measures - Unsatisfactory protection methods