Sulbactam είναι ουσιαστικό.
/sʌlˈbæktəm/
Η σολβακτάμη είναι ένα βήτα-λακταμάση αναστολέας, που χρησιμοποιείται συνήθως σε συνδυασμό με αντιβιοτικά βήτα-λακτάμης για την ανάπτυξη της αντίστασης των βακτηρίων στο φάρμακο. Χρησιμοποιείται κυρίως στη θεραπεία βακτηριακών μολύνσεων. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε ιατρικά ή φαρμακευτικά πλαίσια και έχει έναν εξειδικευμένο ρόλο στην ιατρική κοινότητα.
Ο γιατρός συνταγογράφησε ένα συνδυασμό αμοξικιλλίνης και σολβακτάμης για να θεραπεύσει την μόλυνση.
Sulbactam is effective against certain bacteria that are resistant to antibiotics.
Η σολβακτάμη είναι αποτελεσματική κατά ορισμένων βακτηρίων που είναι ανθεκτικά στα αντιβιοτικά.
Patients with severe infections may benefit from sulbactam in their treatment regimen.
Η σολβακτάμη δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην Αγγλική γλώσσα, καθώς αποτελεί ιατρικό όρο. Ωστόσο, μπορούμε να δούμε κάποιες προτάσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη σε ιατρικό πλαίσιο:
"Η χρήση της σολβακτάμης σε συνδυασμό με την πενικιλίνη μπορεί να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα της θεραπείας."
"In resistant infections, sulbactam serves as a crucial component in antibiotic therapy."
"Σε ανθεκτικές λοιμώξεις, η σολβακτάμη χρησιμεύει ως κρίσιμος παράγοντας στην αντιβιοτική θεραπεία."
"The addition of sulbactam allows for broader coverage against resistant strains."
Η ετυμολογία της σολβακτάμης προέρχεται από την ένωση "sulfa" (σουλφώνιο) και "β-λακτάμη," μια κατηγορία αντιβιοτικών που περιλαμβάνουν πενικιλίνες και κεφαλοσπορίνες. Ο συνδυασμός αυτός προέρχεται από τη χημική δομή που περιέχει το θείο και τη β-λακτάμη.
Συνώνυμα: - None (η σολβακτάμη είναι ένας εξειδικευμένος όρος χωρίς άμεσους συνώνυμους).
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα καθώς η σολβακτάμη αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη χημική ένωση και κατά συνέπεια δεν έχει αντιθετική έννοια όπως οι ευρύτεροι όροι.
Η σολβακτάμη είναι ένα σημαντικό φάρμακο στη ιατρική κοινότητα, ιδίως στον τομέα της θεραπείας βακτηριακών λοιμώξεων που παρουσιάζουν αντίσταση σε άλλα αντιβιοτικά.