Επίθετο
/sʌlˈfeɪt rɪˈzɪstənt/
Ο όρος "sulfate-resistant" αναφέρεται σε μια ιδιότητα υλικών ή προϊόντων που έχουν την ικανότητα να αντιστέκονται στη διάβρωση ή την αποδόμηση που προκαλείται από θειικά άλατα. Συνήθως χρησιμοποιείται στον τομέα των κατασκευών και των υλικών, όπως σε τσιμέντα ή κονιάματα, που έχουν σχεδιαστεί για να αντέχουν σε σκληρές περιβαλλοντικές συνθήκες. Η χρήση της είναι συχνότερη σε γραπτό κείμενο που αναφέρεται σε τεχνικά και επιστημονικά θέματα.
Το νέο μείγμα τσιμέντου είναι ανθεκτικό σε θειικά άλατα.
It is essential to use sulfate-resistant materials in coastal areas.
Είναι ουσιαστικό να χρησιμοποιούνται ανθεκτικά σε θειικά υλικά σε παράκτιες περιοχές.
Engineers recommended sulfate-resistant concrete for the foundation.
Η λέξη "sulfate-resistant" δεν έχει πολλές κοινές ιδιωματικές χρήσεις, αλλά μπορεί να βρεθεί σε διάφορες τεχνικές φράσεις.
Το έργο απαιτεί βιομηχανικά στοιχεία ανθεκτικά σε θειικά άλατα για να διασφαλιστεί η μακροχρόνια αντοχή.
By utilizing sulfate-resistant technology, we can extend the life of structures.
Χρησιμοποιώντας τεχνολογία ανθεκτική σε θειικά, μπορούμε να παρατείνουμε τη διάρκεια ζωής των κατασκευών.
The building's foundations were designed to be sulfate-resistant due to the soil conditions.
Η λέξη αποτελείται από το "sulfate" (θειικό άλας) και το "resistant" (ανθεκτικός), προερχόμενα από τα λατινικά και τα γαλλικά αντίστοιχα.
Συνώνυμα: - θειικοί ανθεκτικοί - ανθεκτικοί στις θειώσεις
Αντώνυμα: - ευάλωτοι σε θειικά άλατα - επιρρεπείς σε θειώσεις