Sulfinyl είναι ένα ουσιαστικό.
/hʌlˈfɪnɪl/
Sulfinyl αναφέρεται σε μία χημική ομάδα που περιέχει το θείο (S) και είναι οξειδωμένη κατά το ήμισυ (RSO) συνδεδεμένη με έναν άνθρακα. Χρησιμοποιείται κυρίως στη χημεία για να περιγράψει συγκεκριμένες δομές και αντιδράσεις που περιλαμβάνουν θείο.
Η ένωση που συντέθηκε περιείχε μία ομάδα θειόνυλο που επηρεάζει την αντιδραστικότητά της.
Researchers are focusing on the properties of sulfinyl derivatives in pharmaceuticals.
Οι ερευνητές εστιάζουν στις ιδιότητες των παραγώγων θειόνυλου στη φαρμακευτική βιομηχανία.
The presence of a sulfinyl bond can significantly alter the behavior of the molecule.
Η λέξη sulfinyl δεν χρησιμοποιείται συχνά σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, αν θέλουμε να δημιουργήσουμε κάποιες προτάσεις που να αναφέρονται σε συγκεκριμένα χημικά συμφραζόμενα, μπορούμε να πούμε:
Η μελέτη αποκάλυψε ότι ο δεσμός θειόνυλου ήταν κρίσιμος για την αποτελεσματικότητα της ένωσης.
Understanding the reactivity of sulfinyl compounds can lead to new discoveries in organic synthesis.
Η λέξη sulfinyl προέρχεται από το «sulfur» (θείο) και το «-inyl» που αναφέρεται σε χημικές ομάδες, υποδεικνύοντας τη σχέση του θείου με οργανικές ενώσεις.
Συνώνυμα: - Thioether (θειοαιθέρας) - Sulfonyl (θειονύλιο, σχετιζόμενο αλλά με διαφορετική δομή)
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα της λέξης sulfinyl, καθώς αναφέρεται σε συγκεκριμένη χημική έννοια.