Sulphated - (επίθετο)
/ˈsʌl.feɪ.tɪd/
Η λέξη "sulphated" αναφέρεται σε μια ένωση ή ένα υλικό που έχει υποστεί χημική επεξεργασία με θείο ή σουλφάτη. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και χημικά συμφραζόμενα. Στον τομέα της χημείας, η θειώδης τροποποίηση μπορεί να επηρεάσει την φυσικοχημική συμπεριφορά και τη βιοδιαθεσιμότητα διαφόρων ουσιών. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, όπως επιστημονικά άρθρα και έρευνες, παρά στον προφορικό λόγο.
Η ένωση θειώθηκε για να βελτιωθεί η διαλυτότητά της.
Sulphated oils are often used in personal care products.
Οι θειωμένοι λόγοι χρησιμοποιούνται συχνά σε προϊόντα προσωπικής φροντίδας.
The environmental impact of sulphated particulates is a growing concern.
Η λέξη "sulphated" δεν είναι κοινά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά έχει κάποιες χρήσεις στον επαγγελματικό ή επιστημονικό τομέα. Παρ' όλα αυτά, μπορώ να σας δώσω παραδείγματα που σχετίζονται με τη θειωμένη μορφή διάφορων ουσιών:
Οι θειωμένοι προϊόντα μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση δερματικών παθήσεων.
The process of sulphating is crucial in the manufacturing of detergents.
Η διαδικασία θειωσάς είναι κρίσιμη στη παραγωγή απορρυπαντικών.
Many medications are sulphated to improve their absorption in the body.
Η λέξη "sulphated" προέρχεται από την αγγλική λέξη "sulphate" (θείος), που με τη σειρά της προέρχεται από τη λατινική λέξη "sulfur." Η κατασκευή της περιλαμβάνει και την προσθήκη του επιθέτου "ed," υποδεικνύοντας πως έχει υποστεί μία διαδικασία ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - Sulfated - Sulfurated
Αντώνυμα: - Unsulphated - Non-sulfated