Το "summer school" (καλοκαιρινό σχολείο) είναι μια σύνθετη φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/sʌmər skul/
"Summer school" αναφέρεται σε εκπαιδευ-program (μάθημα) που διεξάγεται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Συνήθως προσφέρεται σε μαθητές που θέλουν να ανακτήσουν ή να ενισχύσουν τις γνώσεις τους σε συγκεκριμένα θέματα και συχνά χρησιμοποιείται για να προετοιμάσει τους μαθητές για την επόμενη σχολική χρονιά.
Είναι μια φράση που χρησιμοποιείται συχνά και είναι πιο διαδεδομένη στα γραπτά κείμενα, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Οι μαθητές παρακολούθησαν καλοκαιρινό σχολείο για να βελτιώσουν τις μαθηματικές τους δεξιότητες.
Summer school programs often offer a variety of subjects.
Τα προγράμματα καλοκαιρινού σχολείου συχνά προσφέρουν μια ποικιλία θεμάτων.
Many parents enroll their children in summer school to prevent summer learning loss.
Η φράση "summer school" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες έννοιες για να αποδώσει ιδέες που σχετίζονται με εκπαίδευση ή μάθηση.
Αυτή πέρασε το καλοκαίρι της στο καλοκαιρινό σχολείο αντί να πάει στο καμπ.
"After struggling in class, he decided to attend summer school."
Μετά από δυσκολίες στην τάξη, αποφάσισε να παρακολουθήσει καλοκαιρινό σχολείο.
"Summer school can be a great opportunity for advanced learning."
Ο όρος "summer" προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "sumor", η οποία σχετίζεται με την εποχή του χρόνου. Η λέξη "school" προέρχεται από την ελληνική λέξη "scholē", που σημαίνει "ελεύθερος χρόνος", δηλώνοντας την έννοια της εκπαίδευσης και του μαθήματος.
Συνώνυμα: - Ακαδημία (Academy) - Θερινό σχολείο (Summer session)
Αντώνυμα: - Χειμερινό σχολείο (Winter school) - Κατοικία (Residence) (όσον αφορά τη μη-εκπαιδευτική περίοδο καλοκαιριού)