Το "summer house" είναι ένας σύνθετος ουσιαστικός (compound noun), και χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα συγκεκριμένο τύπο κατοικίας.
/sʌmɚ haʊs/
Ο όρος "summer house" αναφέρεται σε μια κατοικία που χρησιμοποιείται κυρίως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, συχνά σε παραθεριστικές περιοχές ή κοντά σε παραλίες. Αυτά τα σπίτια μπορούν να είναι είτε μόνιμες κατοικίες είτε εξοχικές κατοικίες που χρησιμοποιούνται για αναψυχή. Συχνά χρησιμοποιούνται για διακοπές ή χαλάρωση και είναι δημοφιλή σε πολλές χώρες.
Η συχνότητα χρήσης του "summer house" είναι υψηλή σε γραπτό λόγο, όπως περιοδικά ταξιδιών, κείμενα σχετικά με την αρχιτεκτονική και αγγελίες ακινήτων. Στον προφορικό λόγο, είναι επίσης συχνός, ειδικά όταν μιλούν για καλοκαιρινές δραστηριότητες.
We are planning to rent a summer house by the beach this year.
(Σχεδιάζουμε να ενοικιάσουμε ένα καλοκαιρινό σπίτι κοντά στην παραλία φέτος.)
Their summer house in the mountains is perfect for family gatherings.
(Το καλοκαιρινό τους σπίτι στα βουνά είναι ιδανικό για οικογενειακές συγκεντρώσεις.)
Η έκφραση "summer house" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που δηλώνουν θέματα αναψυχής και καλοκαιρινού τρόπου ζωής:
"Spending the summer in a summer house"
(Περνώντας το καλοκαίρι σε ένα καλοκαιρινό σπίτι)
"A summer house retreat"
(Μια απόδραση σε καλοκαιρινό σπίτι)
"The charm of a summer house getaway"
(Η γοητεία μιας απόδρασης σε καλοκαιρινό σπίτι)
Ο όρος προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου το "summer" σημαίνει "καλοκαίρι" και το "house" σημαίνει "σπίτι". Επισημαίνει έτσι τη χρήση ενός σπιτιού κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου.
Συνώνυμα: - εξοχικό - καλοκαιρινή κατοικία
Αντώνυμα: - χειμερινό σπίτι - μόνιμη κατοικία
Αυτή η δομή παρέχει μια συνολική εικόνα της λέξης "summer house" και των σχετικών θεμάτων.