Ο όρος "summons" είναι ουσιαστικό.
/sʌmənz/
Η λέξη "summons" αναφέρεται σε μια επίσημη κλήση ή ειδοποίηση που απαιτεί από ένα άτομο να παραστεί σε δικαστήριο ή να παρέχει πληροφορίες. Χρησιμοποιείται κυρίως στο νομικό πλαίσιο και μπορεί να εκδίδεται από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό κείμενο, αν και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο.
Έλαβε μια κλήση να παραστεί στο δικαστήριο την επόμενη εβδομάδα.
The summons was delivered by a sheriff.
Η λέξη "summons" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες σχετίζονται με νομικές διαδικασίες ή υποχρεώσεις.
Αυτό σημαίνει ότι κάποιος δεν απαντά στην κλήση ή δεν εμφανίζεται όπως του ζητείται.
To summon someone to court
Αναφέρεται στην επίσημη διαδικασία κλήτευσης κάποιου ως μάρτυρα ή κατηγορούμενου.
Witness summons
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κλήση ενός μάρτυρα να καταθέσει σε μια δίκη.
Service of summons
Η λέξη "summons" προέρχεται από το μεσαιωνικό λατινικό "summonere", που σημαίνει "καλώ, ζητώ να έρθεις". Το "sum-" σχετίζεται με το ρήμα "to summon" που χρησιμοποιείται από τον 14ο αιώνα.
Συνώνυμα: - κλήση - ειδοποίηση - επιταγή
Αντώνυμα: - απουσία - αδιαφορία - απελευθέρωση
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια εκτενή εικόνα της λέξης "summons", της ετυμολογίας της, καθώς και της χρήσης της στη γλώσσα Αγγλικά.