Επίρρημα
/sʌmpˈtʃuːəsli/
Η λέξη "sumptuously" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που γίνεται ή παρουσιάζεται με μεγάλη πολυτέλεια ή πλούτο. Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό λόγο, κυρίως όταν περιγράφουμε φαγητό, διακόσμηση, ή εμπειρίες που είναι ειδυλλιακές και εκλεπτυσμένες.
Ο γεύμα ήταν σερβιρισμένο πολυτελώς, με μια ποικιλία πιάτων από όλο τον κόσμο.
She decorated her home sumptuously for the holiday season.
Διακόσμησε το σπίτι της πολυτελώς για την εορταστική περίοδο.
The hotel offered sumptuously designed rooms with breathtaking views.
Η λέξη "sumptuously" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε πιο περιγραφτικές ρητορικές συσκευές.
Το να ζεις πολυτελώς θεωρείται συχνά ως ένδειξη επιτυχίας.
The sumptuously crafted meals are a highlight of the restaurant.
Τα πολυτελώς φτιαγμένα γεύματα είναι το κύριο σημείο του εστιατορίου.
They celebrated the occasion sumptuously, throwing an extravagant party.
Γιόρτασαν την περίσταση πολυτελώς, οργανώνοντας ένα πολυτελές πάρτι.
She dressed sumptuously for the gala, catching everyone's attention.
Η λέξη "sumptuously" προέρχεται από το λατινικό "sumptuosus", που σημαίνει "πολυτελής", και έχει ρίζες στη λέξη "sumptus", που σημαίνει "δαπάνες".
Συνώνυμα - lavishly - luxuriously - opulently
Αντώνυμα - modestly - frugally - sparingly