Επίθετο
/ˈsʌn.pruːf/
Η λέξη "sun-proof" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που μπορεί να αντέξει ή να προστατευθεί από την έκθεση στον ήλιο. Συχνά αναφέρεται σε υλικά ή προϊόντα που προσφέρουν προστασία από την ηλιακή ακτινοβολία ή αποτρέπουν την αλλοίωση λόγω του ήλιου. Είναι πιο κοινή στο γραπτό λόγο, κυρίως σε περιγράμματα προϊόντων ή σε διαφημίσεις.
Ο ηλιακός προστατευτικός παράγοντας "sun-proof" προστατεύει το δέρμα σας από τις βλαβερές ακτινοβολίες UV.
She wore a sun-proof hat to avoid sunburn.
Φ wore έναν ηλιακός προστατευτικό καπέλο για να αποφύγει την ηλιακή εγκαύματα.
The sun-proof curtains block out most sunlight, keeping the room cool.
Η έκφραση "sun-proof" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που αναφέρονται σε προστασία από τον ήλιο, όπως:
Είναι απαραίτητο να προστατέψετε το δέρμα σας από τον ήλιο πριν πάτε στην παραλία.
Sun-proof your home - Προστατέψτε το σπίτι σας από τον ήλιο.
Πρέπει να προστατέψετε το σπίτι σας από τον ήλιο εγκαθιστώντας ανακλαστικά φιλμ στα παράθυρα.
Sun-proof fabrics - Υφάσματα ανθεκτικά στον ήλιο.
Η λέξη "sun-proof" συντίθεται από τη λέξη "sun" (ήλιος) και το "proof", το οποίο προέρχεται από παλαιά αγγλικά "proven" που σημαίνει "να δοκιμαστεί, να αποδειχθεί". Έτσι, η λέξη σχηματίζεται για να υποδηλώσει ότι κάτι έχει δοκιμαστεί ή έχει σχεδιαστεί να αντέχει στον ήλιο.
Συνώνυμα: - Solar-resistant - UV-resistant - Sun-blocking
Αντώνυμα: - Sun-sensitive - Sun-absorbent - Vulnerable to sunlight