Η λέξη "superbly" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που γίνεται με εξαιρετικό ή ανώτερο τρόπο. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο. Η συχνότητά της στην Αγγλική γλώσσα είναι μέτρια, καθώς οι χρήστες την επιλέγουν για να ενισχύσουν την περιγραφή τους.
Εκείνη παρουσίασε υπέροχα στον διαγωνισμό.
The meal was superbly cooked.
Το γεύμα ήταν μαγειρεμένο εξαιρετικά.
The artist's work was superbly detailed.
Η λέξη "superbly" δεν είναι συχνά μέρος καθιερωμένων ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προτάσεις που υπογραμμίζουν τη σπουδαιότητα ή την ποιότητα μιας ενέργειας ή κατάστασης.
Εκείνη ντύθηκε υπέροχα για την γκαλά.
The presentation was superbly prepared and executed.
Η παρουσίαση ήταν εξαιρετικά προετοιμασμένη και εκτελεσμένη.
They planned the event superbly, ensuring everything went smoothly.
Σχεδίασαν την εκδήλωση υπέροχα, διασφαλίζοντας ότι όλα πήγαν ομαλά.
His performance on stage was superbly captivating.
Η παράσταση του στη σκηνή ήταν υπέροχα μαγευτική.
The novel was superbly written and full of depth.
Η λέξη "superbly" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "superb", που σημαίνει "υπερήφανος", "εντυπωσιακός", που με τη σειρά της προέρχεται από τον όρο "superare", που σημαίνει "να υπερβαίνω".
Συνώνυμα: - wonderfully (θαυμάσια) - excellently (εξαιρετικά) - brilliantly (λαμπρά)
Αντώνυμα: - poorly (κακώς) - inadequately (ανεπαρκώς) - terribly (χάλια)